Σχετικά άρθρα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ |
![]() |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Κώστας Καρασαββίδης | |||
Παρασκευή, 25 Οκτώβριος 2013 17:44 | |||
Δημήτρης Καλαντζής Ένας ηθοποιός μιλάει για την τέχνη του Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης το 1994. Ήδη ως μαθητής της σχολής είχε την ευκαιρία να αποκτήσει τις πρώτες του επαγγελματικές εμπειρίες στο Θέατρο συμμετέχοντας σε παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης, όπως στις αριστοφανικές κωμωδίες Νεφέλες, Βάτραχοι, Πλούτος και Ειρήνη, ή στην τραγωδία Τρωαδίτισσες του Ευριπίδη. Με τις παραστάσεις αυτές του δόθηκε η ευκαιρία όχι μόνο να σκηνοθετηθεί από τους δασκάλους του Μίμη Κουγιουμτζή και Γιώργο Λαζάνη, αλλά και να πρωτοπαίξει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στο Ηρώδειο κ.α. Στη συνέχεια έπαιξε σε παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης, του Εθνικού Θεάτρου, του Θεσσαλικού Θεάτρου, του Θεάτρου Χώρα, του Θεάτρου Δίπυλον, καθώς και σε παραστάσεις των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου και Ιωαννίνων, σε έργα ρεπερτορίου (Σαίξπηρ, Δουμάς, Ιονέσκο, Άλμπυ, Στράους, Κολτές κ.α.), σε τραγωδίες (Πέρσες, Οιδίπους επί Κολωνώ, Χοηφόρες) και σε σύγχρονα νεοελληνικά έργα (Ποντίκας, Χορν, Σεβαστίκογλου) προσπαθώντας, όπως λέει και ο ίδιος, να κατανοεί κάθε φορά και λίγο παραπάνω την έννοια της υποκριτικής. Φέτος τον βρίσκουμε να κρατά τον ρόλο του συνηγόρου υπεράσπισης των Ναζί στη δίκη των βασικών στελεχών του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς στο έργο «Η Ανάκριση» (Die Ermittlung) του Πέτερ Βάις (Peter Weiss). Παρών καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της παράστασης στη σκηνή, οργάνωσε το χτίσιμο του ρόλου του στην διάρκεια των προβών δίνοντας τόσο μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες και μελετώντας και την πιο ανεπαίσθητη κίνηση του σώματός του, για να είναι πειστικός ως δικηγόρος που πότε συμμετέχει στην διαδικασία της ανάκρισης, πότε απαξιώνει τους μάρτυρες κατηγορίας, πότε χάνει την αυτοσυγκράτησή του, πότε είναι ήρεμος και πότε ειρωνικός, πάντα όμως πατώντας πάνω σ’ ένα υποκριτικό «οικοδόμημα» με πολύ γερές βάσεις! Συναντήσαμε τον Δημήτρη Καλαντζή μετά το τέλος της παράστασης και μας βοήθησε να τον μάθουμε λίγο καλύτερα.
Συμμετείχατε δύο φορές σε Πέρσες του Αισχύλου. Σε μία αναβίωση της σκηνοθεσίας του Κάρολου Κουν από το Θέατρο Τέχνης και σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή από το Εθνικό Θέατρο. Θεωρείτε ότι μπορούμε να μιλήσουμε για δύο διαφορετικές σχολές υποκριτικής – Θεάτρου Τέχνης και Εθνικού - στον τρόπο προσέγγισης του ίδιου έργου, ή τελικά ο σκηνοθέτης βρίσκεται πάνω από σχολές και ηθοποιούς; Το Θέατρο Τέχνης δεν ήταν μόνο μια «σχολή» υποκριτικής. Για μένα ήταν το σπίτι μου, με την έννοια του ότι σπίτι σου είναι εκεί απ’ όπου ξεκινάς. Πήγα στη σχολή, έπαιξα σε πολλές παραστάσεις και σύναψα σχέσεις με ανθρώπους που όποτε τους βλέπω, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όποια σχέση κι αν είχαμε τότε, αισθάνομαι ότι συναντιέμαι με συγγενείς μου. Ο Κουν είχε χτίσει ένα πολύ γερό οικοδόμημα που είχε την ιδιότητα να δημιουργεί σχέσεις οικογενειακές ανάμεσα στα μέλη του. Φανταστείτε λοιπόν τι θα μπορούσε να συμβεί, όταν σ’ ένα τέτοιο έδαφος έπεφτε ο σπόρος της δημιουργίας. Και όταν τον σπόρο αναλαμβάνουν να ποτίσουν και να καλλιεργήσουν προσωπικότητες της εμβέλειας του Χρήστου και του Τσαρούχη, είναι αρκετά μεγάλες οι πιθανότητες το παραστασιακό αποτέλεσμα του «ανεβάσματος» του έργου να φτάσει τα επίπεδα των «Περσών». Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωσα τόσο έντονα ότι καθήκον του ηθοποιού είναι να οδηγήσει το κοινό σε άγνωστες για αυτό περιοχές, κι αυτό έγινε βέβαια στη σκηνή της περίφημης επίκλησης των Περσών. Ήταν τέτοιος ο συνδυασμός καταστάσεων, που ένοιωθες την ασημαντότητά σου μπροστά στη δύναμη μιας ήδη υπάρχουσας κατάστασης. Κι εκεί κατάλαβα πλέον ότι, αν θέλεις να λέγεσαι δημιουργός, πρέπει να μπορείς να υπερβαίνεις τον εαυτό σου κάθε φορά. Στις αναβιώσεις των παραστάσεων των «Ορνίθων» και των «Περσών» του Κουν, όπου συμμετείχα, ένοιωθα πάντα μια συστολή στον χαιρετισμό, γιατί αισθανόμουν ότι κλέβουμε το χειροκρότημα κάποιων άλλων απ’ το κοινό… Στους «Πέρσες» που σκηνοθέτησε ο Βογιατζής, ξεκίνησε μια καινούργια περίοδος στη ζωή μου. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα εκτός Θεάτρου Τέχνης, πήγα στην οντισιόν, με πήρε και άρχισε η περιπέτεια! Στο Θέατρο Τέχνης είχα μάθει πολύ καλά το Α της υποκριτικής. Τώρα ξαφνικά, ένας ευφάνταστος, καλλιεργημένος και μανιώδης με την υποκριτική σκηνοθέτης ήταν σαν να μου πέταγε στο κεφάλι όλα τα υπόλοιπα γράμματα μαζί! Οφείλω να ομολογήσω ότι εκείνη την περίοδο, ας πούμε ότι καθόμουν σ’ ένα δωμάτιο και έβλεπα τον κόσμο από ένα παράθυρο, και ο Λευτέρης ο Βογιατζής - σε συνδυασμό με την παρουσία του Δημήτρη του Παπαϊωάννου που έκανε την κινησιολογία της παράστασης - ήταν σαν να μου έριξε ολόκληρο τον τοίχο που βρισκόταν μπροστά μου και μ’ εμπόδιζε απ’ το να αντικρύσω τον κόσμο. Δεν μπορούμε όμως να μιλήσουμε για «σχολή» Εθνικού Θεάτρου. Ήταν μια παράσταση του Βογιατζή που φιλοξενήθηκε εκεί. Στις πρόβες που κάναμε τότε στο Ρεξ έγινε ξεκάθαρο μέσα μου ότι το ταλέντο είναι «περιέργεια». Και ότι πρέπει να ξύνουμε το συναίσθημα αυτής της «περιέργειας» συνεχώς. Το πιο σημαντικό πράγμα στον ηθοποιό είναι το να είναι διαθέσιμος. Και για να συμβεί αυτό πρέπει να είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος σ’ αυτό που κάνεις κάθε φορά. Η συγκέντρωση είναι διαθεσιμότητα. Έτσι εισέρχεσαι στην περιοχή του άγνωστου, όπου εκεί πλέον πρέπει ν’ απολαμβάνεις την κάθε στιγμή. Εκεί πρέπει ν’ αποφασίσεις να εκτεθείς πραγματικά. Πρέπει να βρεις τον τρόπο. Δεν είναι ανάγκη να λύσεις το οποίο πρόβλημα σου προκύψει. Η στάση σου απέναντι του είναι που μετράει. Και σε όλη αυτή τη διαδρομή οφείλεις να έχεις πάντα τον έλεγχο και της παραμικρής ενέργειας σου. Αυτό είναι συμπυκνωμένο το νόημα που έμεινε στο κεφάλι μου απ’ αυτή τη συνεργασία.
Σας είχαν διαλέξει η Ρένη Πιττακή και ο Μίμης Κουγιουμτζής ως ιδανικό Νικ στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», σε ένα έργο με μόλις τέσσερα άτομα. Φοβηθήκατε το ότι θα βρισκόσασταν δίπλα σε ηθοποιούς τέτοιου εκτοπίσματος ή ήταν πρόκληση να αναμετρηθείτε με αυτούς; Ήταν η πρώτη μου συνάντηση μ’ ένα «μεγάλο» κείμενο και συνεπώς η πρώτη συνειδητή πλέον αναμέτρηση με το «ανεξήγητο». Αυτά τα έργα ενέχουν μέσα τους τη δυνατότητα να γεννούν μορφές οι οποίες συνεχώς ανανεώνονται. Είναι πηγές σύγκρουσης. Οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι είναι πολυεπίπεδοι, πολυσύνθετοι. Σε αναγκάζουν σε όλο και μεγαλύτερη βουτιά μέσα σου για να φτάσεις στην κατανόηση τους. Σε οδηγούν στα έσχατα όρια του ψυχισμού σου. Συνειδητοποιείς ότι πρέπει να υπερβείς αυτό που γνώριζες μέχρι τότε για εαυτό σου, να παραβιάσεις και να επεκτείνεις τα σύνορα της ψυχής και του μυαλού σου. Και όταν αποφασίζεις να κάνεις τη βουτιά στη θάλασσα της ψυχής σου, έρχεσαι αντιμέτωπος μ’ αυτό που είσαι πραγματικά, και αυτό σε οδηγεί στο ν’ αποβάλεις την αυταπάτη ότι είσαι σπουδαίος ή αναντικατάστατος. Χάνεται η έπαρση και επέρχεται η ταπεινότητα. Είσαι, έτσι κι αλλιώς, μοναδικός κι αυτό είναι πολύ σημαντικό… Η πρόβα είναι μια διανοητική διαδικασία. Ένα ταξίδι αναζήτησης. Οφείλουμε να ψάχνουμε για νέες και - όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό - ανεξιχνίαστες περιοχές του εσώτερου κόσμου μας. Το να έχω συνοδοιπόρους στο ταξίδι αυτό τους δασκάλους και φίλους μου ήταν μια ευλογία για μένα. Η εμπειρία και η παρουσία τους στήριξαν και προστάτευσαν αυτό το πρώτο μου μεγάλο βήμα. Δεν αναμετρήθηκα μαζί τους. Κάναμε όλοι μαζί τη διαδρομή. Και αυτό ήταν πραγματικά μεγάλη χαρά, αλλά και πολύ μεγάλη πρόκληση. Είχατε την ευκαιρία να παίξετε στο «Μια συνάντηση κάπου αλλού» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε ένα έργο – παραγγελία από το Θέατρο Τέχνης και με ενεργή συμμετοχή του συγγραφέα στη διαδικασία του ανεβάσματος. Πώς ήταν να δουλεύετε σε ένα έργο εν τη γενέσει του; Πολύ δημιουργική διαδικασία. Θυμάμαι ότι τη σκηνή του φινάλε την είχε ολοκληρώσει λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα! Παρακολουθούσε τις πρόβες. Ήταν εκεί σχεδόν κάθε μέρα. Έβλεπες μπροστά στα μάτια σου τη γένεση της δημιουργίας…! Πάνω στη σκηνή βρισκόμαστε σε μυστική, βαθιά σχέση, με πολύ προσωπικές πηγές νοήματος. Αυτός είναι και ο τρόπος που γράφει ο Καμπανέλλης. Ένας άνθρωπος που μεγάλωσε και δημιούργησε σε μια εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν ακόμη σε αρμονία με τη φύση. Και επηρεαζόταν από την γαλήνη και την ισορροπία της... Ο άνθρωπος θέλησε να υποτάξει τη φύση και για να το κάνει αυτό άνοιξε πόλεμο μαζί της. Αυτό που δεν κατάλαβε ποτέ ήταν ότι αποτελούσε κομμάτι της, ότι δεν ήταν κάτι ξεχωριστό και, συνεπώς, ότι πολεμώντας τη φύση, πολέμησε τον ίδιο του τον εαυτό... Τα έργα του Καμπανέλλη έχουν τις μυρωδιές μιας εποχής που μπορούσες ακόμα να ονειρευτείς… Πόσο δύσκολο φαντάζει αυτό σήμερα…!
Έχετε επίσης παίξει τον Στράτο στην «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου και τον Γιάγκο στο «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν. Πιστεύετε πως αυτά τα έργα αντέχουν στο χρόνο λόγω της «ελληνικότητας» και αυθεντικότητας των ηρώων ή ως ένα μέρος της ιστορίας της ελληνικής δραματουργίας; Τα έργα αυτά, μαζί με την «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη είναι οι πυλώνες της νέας Ελληνικής δραματουργίας! Κάθε ρόλος, εφόσον στη διαδικασία των δοκιμών περνιέται από το δικό σου προσωπικό κόσκινο, κατά ένα μέρος είσαι εσύ. Κατά ένα άλλο μέρος, οφείλεις ν’ ανακαλύψεις άγνωστα στοιχεία μέσα σου, να τ’ ανασύρεις και να τα εντάξεις. Και αυτά ακριβώς τα στοιχεία θα κάνουν το ρόλο να μην είσαι εσύ. Το πρώτο είναι πιο εύκολο. Το δεύτερο απαιτεί κόπο και μπορεί να φτάσει να είναι έως και επώδυνο. Και αυτή είναι η πρόκληση. Αν δεν γίνει μια μετατόπιση μέσα σου, δε θα φτάσεις στο ξάφνιασμα, που είναι η ουσία της υποκριτικής και της Τέχνης γενικότερα. Αυτοί οι χαρακτήρες των συγκεκριμένων έργων, οι τόσο αναγνωρίσιμοι μέχρι πριν από λίγα χρόνια, παρ’ ότι ευνοούσαν την πρώτη συνθήκη, είχαν τη δύναμη να με οδηγήσουν στο να καταλάβω πόσο αναγκαία ήταν η δεύτερη.
Ο Μπερνάρ – Μαρί Κολτές είχε πει πως «το θέατρο είναι σκληρό, στερητικό, ωστόσο χαρίζει στιγμές απίθανες, τόσο απίστευτες ώστε αυτές αναπληρώνουν όλες τις αγωνίες». Έχοντας πρωταγωνιστήσει στον μονόλογό του «Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση», σε ποιο βαθμό συμφωνείτε με την άποψή του αυτή; Το θέατρο, για να έχει αποτέλεσμα, πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα αληθινό. Νοσταλγούμε την αλήθεια, την έχουμε ανάγκη, γι’ αυτό κάνουμε θέατρο. Η Υποκριτική είναι το όχημα με τ’ οποίο κάποια στιγμή και για λόγους πολύ προσωπικούς, η ψυχή μου αποφάσισε ότι θέλει να κάνει το εσωτερικό της ταξίδι. Είναι το μεταφορικό μέσο προς έναν στόχο, όχι ο ίδιος ο στόχος. Στο συγκεκριμένο ρόλο ήθελα να δώσω ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου και αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να επισκεφτώ πολύ σκοτεινές μεριές του. Τα άδυτα της ψυχής μου. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Έπρεπε να τις ανασύρω και να τις δείξω, να τις προσφέρω στον κόσμο που παρακολουθούσε. Τι άλλο μπορεί να σου προκαλέσει αυτό πέρα από φόβο! Αισθάνθηκα την ανάγκη, όμως, ο ρόλος να με κάνει να τρέμω απ’ το φόβο μου. Ήταν επιτακτικής σημασίας για μένα, να νοιώθω ότι ο ρόλος θα με έσπρωχνε όσο κανένας άλλος μέχρι τότε, και γι’ αυτό όφειλα να παίξω στο όριο. Γιατί, όντως, μια στιγμή δημιουργικότητας σε αποζημιώνει. Είναι πολύ μεγάλες οι θυσίες που απαιτούνται βέβαια για να επιτευχθεί αυτή η μοναδική στιγμή. Πρέπει να διακινδυνεύσεις. Αν δεν το κάνεις, είσαι πολύ κοντά στο να γίνει το παίξιμο σου συμβατικό, βαρετό. Και το συμβατικό είναι ο εχθρός του ηθοποιού. Σε οδηγεί στο να πέφτεις στα κλισέ της υποκριτικής που παραφυλάνε σε κάθε γωνιά! Πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να το αποφύγεις αυτό. Και πρέπει να ξεπεράσεις τους φόβους σου που θα σ’ εμποδίσουν να εκθέσεις πολύ προσωπικά πεδία της ψυχής σου.
Ο Πέτερ Βάις είναι κυρίως γνωστός στην Ελλάδα για το έργο του «Marat Sade», έργο με έντονο τον πολιτικό σχολιασμό. Φέτος παίζετε στο επίσης πολιτικό έργο του/έργο ντοκουμέντο «Η Ανάκριση». Θεωρείτε πως η εποχή μας χρειάζεται ένα τέτοιο είδος θεάτρου ή τελικά όλα έχουν ειπωθεί και είναι γνωστά; Όλα έχουν ειπωθεί, όμως τίποτα δεν τελειώνει… ή, αν θέλετε, τελειώνουν και αρχίζουν ξανά… Όλα ακολουθούν τον κύκλο της ζωής! Η ιστορία το έχει δείξει… Η εποχή μας, μας το φέρνει εμπράκτως μπροστά στα μάτια μας. Η ανθρώπινη φύση έχει πολλές αδυναμίες. Έχει και μια τάση προς το εύκολο, το εύπεπτο. Ό,τι είναι πιο περίπλοκο, μας φαίνεται δυσνόητο ή και ακατανόητο. Ό,τι δεν γνωρίζουμε, το προσπερνάμε, γιατί μας φαίνεται ανοικείο. Ολόκληρες βιομηχανίες έχουν στηθεί πάνω στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, στον εγωισμό, στη ματαιοδοξία, στην ανασφάλεια… Το έργο φέτος δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο. Είναι σκληρό και λέει αλήθειες τις οποίες ο κόσμος απ’ τη μια δεν γνωρίζει και απ’ την άλλη θα του είναι πολύ χρήσιμο να τις μάθει. Πρέπει να τις πούμε και να τις υποστηρίξουμε όπως προστάζει η εποχή μας. Το οφείλουμε αυτό στους εαυτούς μας, σ’ εκείνους που ’φυγαν, σε αυτούς που έρχονται… Το έργο είναι μια παράσταση συνόλου με ισοδύναμους ρόλους. Ωστόσο εσείς ως συνήγορος υπεράσπισης και ο ανακριτής βρίσκεστε επί σκηνής καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Δε φοβηθήκατε την αναγκαστική – σε σημεία – «σιωπή» του ρόλου σας; Η «σιωπές» των ρόλων έχουν μια γοητεία και αποτελούν πολύ μεγάλη πρόκληση για έναν ηθοποιό. Η πρόκληση είναι να φτιαχτεί μια συνεχής, λογική και αδιάσπαστη αλυσίδα σκέψεων που γεννιέται από την εξέλιξη της υπόθεσης του έργου. Ένα νοηματικό νήμα με συγκεκριμένους άξονες που να διαπερνά την ύπαρξή σου καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Και μάλιστα να ξεκινάει πολύ πριν την έναρξη της παράστασης και να τελειώνει μετά το τέλος της! Είναι σαν να προετοιμάζεις αυτό που έρχεται. Δίνεις στο χαρακτήρα σου μια υπόσταση, έναν λόγο ύπαρξης πάνω στη σκηνή, αφού υπάρχει ένας πολύ στενός σύνδεσμος μεταξύ της εσωτερικής ζωής του ρόλου και της εξωτερικής του έκφρασης. Αρκεί όλο αυτό να γίνεται με βάση την αλήθεια και να βγαίνει προς τα έξω η απρόσμενη και ενδιαφέρουσα εκδοχή της και όχι η τετριμμένη. Για να γίνει αυτό δεν πρέπει να υπάρχει ούτε μια στιγμή ανεξέλεγκτης έκφρασης της εσωτερικής ζωής του ρόλου. Και για να συμβεί αυτό πρέπει κάθε κίνηση, κάθε χειρονομία, κάθε βλέμμα και κάθε σκέψη να έχει μελετηθεί εξαντλητικά. Η λεπτομέρεια είναι πολύ σημαντική πάνω στη σκηνή. Είναι κλειδί που το χαρίζεις στο κοινό για να ξεκλειδώσει τα νοήματα, να κατανοήσει το κείμενο. Βρίσκεσαι στο μικροσκόπιο του κοινού και μόνο όταν είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος, το κοινό θα μπορεί να «διαβάσει» τις κινήσεις σου.
Μιλήστε μου για την συνύπαρξή σας στη σκηνή με τον Κώστα Καζάκο. Δάσκαλός μου στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε, η πρώτη φορά που συναντιόμαστε πάνω στη σκηνή. Είναι συγκινητικό για μένα. Και ακόμα περισσότερο βλέποντας έναν ηθοποιό αυτού του βεληνεκούς που, μετά απ’ όλη αυτή τη διαδρομή, όλη αυτή την πορεία που έχει διαγράψει, η λέξη που περιγράφει και χαρακτηρίζει ακριβώς τη θέση του μέσα στο χώρο του θεάτρου είναι η λέξη «αφοσίωση». Επιπροσθέτως, είναι από τις λίγες φορές που συμμετέχω σε μια παράσταση και έχω πλήρη συναίσθηση της ευθύνης μου σαν καλλιτέχνης απέναντι στον κόσμο και στην κοινωνία που ζούμε. Και αυτό οφείλεται στον άνθρωπο που με φιλοξενεί στο χώρο του.
Ποιά είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας βήματα; Είναι στα σκαριά η επόμενη θεατρική παράσταση που θα συμμετέχω. Η ομάδα έχει συσταθεί. Οι συντελεστές και οι ηθοποιοί θα είναι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας και κοινό όραμα. Το κείμενο είναι άπαικτο στην Ελλάδα, μεταφράζεται τώρα και θα παρουσιαστεί Δευτέρες και Τρίτες τη δεύτερη σεζόν. Τα υπόλοιπα, εν καιρώ! «Η Ανάκριση» του Πέτερ Βάις Σκηνοθεσία: Σταύρος Τσακίρης Θέατρο «Τζένη Καρέζη» Ακαδημίας 3 Τηλ. : 210 3636144, 210 3625520 Fax: 210 3611061
|