Σχετικά άρθρα
ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙΟΣΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Σάββατο, 23 Οκτώβριος 2010 15:36 | |||
Μάριο Βάργκας Λιόσα (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2010) Λογοτεχνία και πολιτική: Ταλέντο και αντιφάσεις «Γράφω γιατί είμαι δυστυχισμένος. Είναι ο τρόπος μου να πολεμήσω τη δυστυχία». Ας δούμε πρώτα λίγο τις απόψεις του φιλελεύθερου δημοσιογράφου και συγγραφέα που ξεκίνησε την λογοτεχνική του καριέρα μιλώντας για τις βάρβαρες μεθόδους οι οποίες μετατρέπουν τους ανθρώπους σε μηχανές πολέμου στην στρατιωτική σχολή στην οποία φοίτησε κι ο ίδιος για να καταλήξει να εξυμνεί του Αμερικάνους για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν την τρομοκρατία. Ο νέος μας νομπελίστας ο οποίος έριξε πρώτα μια μπουνιά στα μούτρα του κουμπάρου του, του Μαρκές και μετά έκανε οτιδήποτε θα ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να εξασφαλίσει το Νόμπελ ενώ δήλωνε ταυτόχρονα πως όποιος το επιδιώκει πάση θυσία δεν είναι καλός συγγραφέας, υπήρξε φυσικά φανατικός υποστηρικτής του νυν προέδρου της Χιλής του οποίου την εκλογή υποδέχτηκαν οι οπαδοί του με σημαίες του Πινοσέτ.
Ας δούμε τώρα πως διαχειρίζεται, ο πρώην κομουνιστής το θέμα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Η ζωή του Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου του 1936 σε μια μεσοαστική οικογένεια στην Αρε Κουίπα. Ήταν το μοναδικό παιδί του Ερνέστο Βάρκας Μαρντονάντο και της Ντόρα Λιόσα Ουρέτα. Ο πατέρας ήταν οδηγός λεωφορείου κι η μητέρα ανήκε σε μια κάστα Ισπανών αποικιοκρατών που γεννήθηκαν στο Περού. Λίγους μήνες μετά ο πατέρας του Λιόσα αποκάλυψε πως είχε σχέση με μια Γερμανίδα και χώρισε με την μητέρα του για να φύγει μαζί της. Αργότερα ο Λιόσα απέκτησε δύο νεώτερους ετεροθαλείς αδελφούς από αυτή τη σχέση. Για ένα χρόνο έζησε στον τόπο της γέννησής του με την οικογένεια της μητέρας του. Τότε ο παππούς του κατάφερε να κερδίσει μια θέση προξένου στη Βολιβία. Όλοι μαζί μετακόμισαν εκεί, στο Κοτσαμπάμπα. Την φροντίδα της οικογένειας την είχε αναλάβει αυτός ο δυναμικός παππούς που είχε φάρμα μπαμπακιού. Ο μικρός Λιόσα ήξερε πως ο πατέρας του είχε πεθάνει και μέχρι τα δέκα του, του απέκρυψαν την φυγή του με μια άλλη γυναίκα. Όταν ήταν πρόεδρος ο Ριβέρο, ο παππούς κατάφερε να εξασφαλίσει μια θέση διπλωμάτη στην Πιούρα οπότε επέστρεψαν στο Περού. Παρακολούθησε το δημοτικό σχολείο και την θρησκευτική ακαδημία Σαλεσιάνο. Το 1946 μετακόμισε στη Λίμα σε ηλικία 10 χρονών και τότε πια συνάντησε για πρώτη φορά τον πατέρα του. Οι γονείς του επανασυνδέθηκαν και μετακόμισαν στην Μαγκταλένα δελ Μαρ, την Μαγδαλινή της θάλασσας, ένα περουβιανό προάστιο στο οποίο έζησε την εφηβεία του. Φοίτησε σ’ ένα χριστιανικό κολέγιο και στα δεκατέσσερα τον έστειλε ο πατέρας του στην στρατιωτική ακαδημία στη Λίμα. Ένα χρόνο πριν αποφοιτήσει άρχισε να δουλεύει σε τοπικές εφημερίδες σαν δημοσιογράφος. Αποσύρθηκε από τη στρατιωτική ακαδημία και τέλειωσε τις σπουδές του στην Πιούρα όπου εργάστηκε για την τοπική εφημερίδα και ανέβηκε η θεατρική παράσταση του πρώτου του δραματικού έργου «La huida del Inca». "Ο Λατινοαμερικανός έχει μια παράδοση που τον οδηγεί στο να τα περιμένει όλα από ένα ισχυρό και υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, από έναν θεσμό ή έναν μύθο. Έτσι μπορεί να αποφεύγει τις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Αυτή η συνταγή κυριαρχίας εφαρμοζόταν παλαιότερα από τους βάρβαρους Κάιζερ και τους θεούς των Ινκας, των Μάγιας και των Αζτέκων, και αργότερα από τους ισπανούς μονάρχες και την Εκκλησία του αντιβασιλέα. Αυτός είναι για μένα ο κύριος λόγος για την καθυστέρηση της ηπείρου μας και την οικονομική υπανάπτυξη." Το 1953 επί κυβέρνησης Όντρια, ο Λιόσα μπήκε στο εθνικό πανεπιστήμιο του Σαν Μάρκο το αρχαιότερο της Αμερικής για να σπουδάσει Νομικά και Λογοτεχνία. Παντρεύτηκε σε ηλικία μόλις 19 ετών, την Τζούλια Κουρκουίντι, η οποία ήταν κουνιάδα του θείου του και δεκατρία χρόνια μεγαλύτερή του. Με την αποφοίτησή του πήρε μια υποτροφία για το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Το 1960 έληξε η υποτροφία του και μετακόμισε στη Γαλλία, πιστεύοντας ότι θα έπαιρνε μια νέα από εκεί. Αλλά φτάνοντας στο Παρίσι έμαθε ότι του την είχαν αρνηθεί. Παρά το οικονομικό πρόβλημα έμειναν εκεί κι άρχισε να γράφει επαγγελματικά. Ταυτόχρονα εξάσκησε διάφορα επαγγέλματα, μεταφραστής, καθηγητής ισπανικών, δημοσιογράφος στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP). Ο γάμος του με την κουνιάδα του κράτησε ως το 1964. Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε την πρώτη του ξαδέλφη Πατρίτσια Λιόσα με την οποία έκανε τρία παιδιά. Τον Αλβάρο που έγινε συγγραφέας, τον Κονζάλο που είναι μπίζνεσμαν και την Μοργκάνα που δουλεύει σαν φωτογράφος. Σήμερα ζει ταξιδεύοντας και έχει σαν βάσεις του την Νέα Υόρκη όπου διδάσκει στο πανεπιστήμιο, τη Λίμα, τη Μαδρίτη και το Λονδίνο. «Τα τρία χρόνια της ενεργού ανάμειξής μου στην πολιτική ήταν πολύ διδακτικά για το πώς η δίψα για την εξουσία μπορεί να καταστρέψει έναν άνθρωπο, να διαστρέψει τις αρχές και τις αξίες του και να μεταμορφώσει τους ανθρώπους σε μικρά τέρατα». Πολιτικά βήματα και επιλογές Αρχικά υποστήριξε την Κουβανική επανάσταση όπως πολλοί άλλοι Λατονοαμερικάνοι διανοούμενοι. Μελέτησε το μαρξισμό σαν φοιτητής και αργότερα προσηλυτίστηκε στον κομουνισμό, μετά την επιτυχία της κουβανικής επανάστασης. Έφτασε στο συμπέρασμα πως ο κουβανικός σοσιαλισμός ήταν ασύμβατος με τις απόψεις του περί ελευθερίας. Η τυπική ρήξη του με την κουβανική κυβέρνηση συνέβη το 1971 με την «υπόθεση Μπαντίλα» όταν ο Κάστρο φυλάκισε τον ποιητή για ένα μήνα. Τότε έγραψε στον Κάστρο διαμαρτυρόμενος για το πολιτικό σύστημα και την φυλάκιση του ποιητή στην οποία εναντιώθηκε μαζί με άλλους διανοούμενους. Από τότε συνέδεσε τον εαυτό του με τον φιλελευθερισμό και αντιτάχθηκε στα δεξιά κι αριστερά αυταρχικά καθεστώτα. Ο Λιόσα διατύπωσε κάποια στιγμή την άποψη ότι η «τέλεια δικτατορία είναι του Μεξικού γιατί είναι μια καλυμμένη δικτατορία». «Ο λαϊκισμός έχει μεγάλη απήχηση σε λαούς χωρίς μεγάλη πολιτική εμπειρία, κολακεύει τα κατώτερα ένστικτα και κάνει τους ανθρώπους να ονειρεύονται λύσεις γρήγορες και εύκολες για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Είναι η άρνηση της πραγματικότητας και έχει καταστρέψει κάθε κοινωνία που υπέκυψε στο κάλεσμά του. Παρά τις αρνητικές εμπειρίες που έχουμε από τον λαϊκισμό, εξακολουθεί και σήμερα να γοητεύει όσους δεν είναι σε εγρήγορση». Μια μυστηριώδης σφαγή Το 1983 οκτώ δημοσιογράφοι κι ο οδηγός τους ξεκίνησαν για την αγροτική κοινότητα Ουτσουρακάι . Ταξίδεψαν ψηλά στις Άνδεις για να καταγράψουν την αυξημένη βία και την καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όταν έφτασαν εκεί και κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες δέχτηκαν επίθεση. Δολοφονήθηκαν με μαχαίρια και τσεκούρια και θάφτηκαν σε ρηχούς τάφους στη γύρω περιοχή. Ο Λιόσα τότε διορίστηκε πρόεδρος της διερευνητικής επιτροπής και ατυχώς η εμπλοκή του με αυτή την υπόθεση κι η στάση που διάλεξε να τηρήσει προκάλεσαν αρνητικές αντιδράσεις και την δυσφήμηση του από τον Περουβιανό τύπο. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι η σφαγή ήταν συνομωσία για να αποτρέψουν τους δημοσιογράφους από το να αναφέρουν την παρουσία κυβερνητικών παρακρατικών δυνάμεων στην περιοχή. Η επιτροπή συμπέρανε ότι υπεύθυνοι για τους φόνους ήταν οι ιθαγενείς χωρικοί. Οι επικριτές του πιστεύουν ότι οι φράσεις που εκτόξευσε ο Λιόσα κατηγορώντας για βαρβαρότητα και αγριότητα τους αποξεχασμένους και ταλαιπωρημένους χωρικούς ήταν η λύση που επέλεξε για να καλύψει τους πραγματικούς ένοχους, για να αποφευχθούν δηλαδή οι κατηγορίες εναντίον του στρατού. Έγινε αντικείμενο έντονης κατάκρισης και κατηγορήθηκε επίσης ότι ενεργά συνεργάστηκε σε κυβερνητική συγκάλυψη της εμπλοκής του στρατού στη σφαγή. Ο Μίσα Κοκοτόβιτς λόγιος λατινοαμερικάνος συνοψίζει στο ότι «ο Λιόσα έβλεπε τις ιθαγενείς κουλτούρες σαν ένα πρωτόγονο εμπόδιο για την πραγματοποίηση του δυτικού μοντέλου εκσυγχρονισμού». Ο ίδιος σοκαρισμένος από την θηριωδία και από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η αναφορά του απάντησε ουδέτερα και διπλωματικά ότι οι επικριτές του περισσότερο ασχολήθηκαν μ’ αυτόν παρά με τους εκατοντάδες χωρικούς που αργότερα θα πέθαιναν από τα χέρια των ανταρτών. Η απάντησή του πάντως δεν είχε και μεγάλη σχέση με το ερώτημα που του τέθηκε. Και επίσης μάλλον ύποπτο εμφανίζεται το ενδιαφέρον του για τους αγρότες, τους οποίους δεν είχε σε καμία υπόληψη. Για την προεδρία Υποψήφιος ενός κεντροδεξιού συνασπισμού για την προεδρία του Περού το 1990, ηττήθηκε από τον Αλμπέρτο Φουτζιμόρι. Ως υποψήφιος πρότεινε δραστικά μέτρα λιτότητας που τρομοκράτησαν τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες της χώρας. Το πρόγραμμά του ακολουθούσε το δυτικό, καπιταλιστικό πρότυπο κατά γράμμα: Ιδιωτικοποίηση, ανάπτυξη και ενίσχυση της οικονομίας των αγορών, απελευθέρωση του εμπορίου, μεγαλύτερη διάδοση της ιδιωτικής περιουσίας. Έτσι τη μάχη την κέρδισε ο Αλμπέρτο Φουτζιμόρι.
Όσον αφορά την υπηκοότητα Ένας αξιωματούχος του στρατού διατύπωσε προκλητικά πως οι ενέργειές του αποδεικνύουν ότι η υπηκοότητα του είναι περισσότερο ένα γεωγραφικό ατύχημα και θα έπρεπε να του αφαιρεθεί. Αυτός δημιούργησε μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από αυτήν την άνευ ισχύος δήλωση και τελικά κατέληξε να ζητήσει Ισπανική υπηκοότητα η οποία του δόθηκε το 1993. «Το Περού θέλει να μου αφαιρέσει την υπηκοότητά μου και δεν θα ήθελα να μετατραπώ σε παρία από τη μια μέρα στην άλλη», εξηγεί τότε καταγγέλλοντας την κυβέρνηση Φουτζιμόρι.
Το έργο του
«Η βράβευσή μου είναι μια αναγνώριση της λατινοαμερικάνικης και της ισπανόφωνης λογοτεχνίας και αυτό πρέπει όλους να μας χαροποιεί» Από δήλωσή του συγγραφέα στο ραδιοσταθμό RCN
Ο 74χρονος Ισπανο-περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο οποίος τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2010, φαίνεται ότι τελικά παρά την αντιπάθειά του για τον τόπο του, εμπνέεται απ’ αυτόν αλλά και από την ιστορία της οποίας είναι άριστος γνώστης. Η γραφή του που θα μπορούσε να θεωρηθεί καινοτόμα όσον αφορά την αφήγηση και τον χειρισμό του θέματος διαθέτει ωστόσο και στοιχεία που τον τοποθετούν στο πάνθεον των κλασσικών. Άρχισε την επίσημη λογοτεχνική καριέρα του το 1957 με την έκδοση δύο μικρών λογοτεχνικών ιστοριών του «Οι αρχηγοί» κι ο «Παππούς» ενώ παράλληλα εργαζόταν για δύο Περουβιανές εφημερίδες. Το 1959 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή από νουβέλες «Οι Αρχηγοί», που βραβεύεται με το «Λεοπόλδο Άλας». Το μυθιστόρημα «Η Πόλη και τα Σκυλιά», το οποίο εμπνεύστηκε από τα σκληρά χρόνια που πέρασε μεταξύ των «αρχηγών», γράφτηκε το 1963 και μεταφράστηκε σε περίπου 20 γλώσσες. Η καθιέρωσή του όμως έρχεται με «Το Πράσινο Σπίτι». Το 1969 κυκλοφορεί με επιτυχία το βιβλίο του με τίτλο «Συζητήσεις στον Καθεδρικό Ναό». Ακολουθούν «Η Θεία Χούλια και ο Γραφιάς», το οποίο εμπνεύστηκε από τον πρώτο του γάμο, και το «Ο Πόλεμος της Συντέλειας του Κόσμου», στον οποίο αναφέρεται στη βραζιλιάνικη πολιτική. Επί χρόνια φερόταν ως υποψήφιος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, το οποίο του απένειμε τελικά φέτος η Σουηδική Ακαδημία.
Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα στην Ελλάδα
«Οι δικτάτορες δεν είναι φυσικές καταστροφές. Αυτό ήθελα να περιγράψω στο μυθιστόρημα “Η γιορτή του τράγου”: με ποιο τρόπο δημιουργούνται οι δικτάτορες με τη συνέργεια πολλών ανθρώπων, μερικές φορές μάλιστα και με τη συνέργεια των ίδιων τους των θυμάτων». Της ίδιας γενιάς με τον άλλον λατινοαμερικανό νομπελίστα, τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αλλά, κατά πολλούς αξιολογότερος ο Λιόσα είναι από τους συγγραφείς που έχουν κερδίσει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, όπως αποδεικνύεται από τα 20 μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του. Είχε επισκεφθεί πρώτη φορά την Ελλάδα το 1975, μαζί με τον Χούλιο Κορτάσαρ, ως μεταφραστής σε ένα διεθνές συνέδριο για το βαμβάκι. Την επισκέφθηκε πάλι το 2002 για την παρουσίαση του βιβλίου του «Η γιορτή του τράγου». Το έργο του «La Chunga» που παίζεται στην χώρα μας και συγκεκριμένα στο «Επί Κολωνώ» για δεύτερη χρονιά φέτος, διαδραματίζεται σε ένα περιθωριακό καφενείο μιας παραγκούπολης της Πιούρα, στα βόρεια του Περού, το 1945. Το έργο μετέφρασε από τα ισπανικά η Μαρία Χατζηεμανουήλ, την παράσταση σκηνοθέτησε η Ελένη Σκότη, τα σκηνικά και τα κοστούμια φιλοτέχνησε ο Γιώργος Χατζηνικολάου, φώτισε ο Νίκος Βλασόπουλος, την Τσούγκα υποδύεται η Καρυοφυλιά Καραμπέτη, τον Χοσεφίνο ο Δημήτρης Λάλος, τους άλλους τρεις θαμώνες οι Γιάννης Λεάκος, Στάθης Σταμουλακάτος, Δημήτρης Καπετανάκος και την Μέτσε η Ηλιάνα Μαυρομάτη.
Βιβλία του συγγραφέα στη χώρα μας
Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗΣ
Εκδόσεις: ΣΠΑΝΙΑ ΒΙΒΛΙΑ
Εκδόσεις: ΕΞΑΝΤΑΣ
Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Σ' ΕΝΑ ΝΕΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
(Τις πληροφορίες για την συγγραφή αυτού του άρθρου αντλήσαμε από κείμενα δημοσιεύσεων στο διαδίκτυο)
|