ΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΔΑΚΡΥΑ (ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ) |
![]() |
![]() |
Πέμπτη, 21 Ιούλιος 2011 19:55 | |||
ΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΔΑΚΡΥΑ ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Πρόσωπα Σώματα: Αγόρι Κορίτσι Γυναίκα: Μάνα – Κοπέλα – Κορίτσι
Εικόνα 1η/ Σώματα - Το όνειρο 1 (Ακούγεται εφιαλτική μουσική και βλέπουμε να φωτίζεται ένα ζευγάρι παιδιών που παίζουν κυνηγητό. Ένα κυνηγητό παράξενο, σχεδόν εφιαλτικό. Τα δύο σώματα βρίσκονται σε μια συνεχή πάλη, αέναη. Το ένα παιδί κρύβεται το άλλο το ανακαλύπτει και τότε τρέχει να το φτάσει. Μετά από αρκετή μάχη το κορίτσι βγάζει το μαντίλι - γάζα από όλο το κεφάλι και το πρόσωπο της, ενώ το αγόρι όχι, νομίζει ότι έχει παγιδεύσει το αγόρι, αλλά τελικά το αγόρι πάει να πνίξει το κορίτσι, εκείνη παλεύει και του ξεφεύγει, ενώ το αγόρι μένει αναίσθητο. Εκείνη, το κορίτσι, στέκει σαν ήρωας με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στη μέση.) Κορίτσι: Σε νίκησα. (Μα μόλις καταλαβαίνει ότι τον σκότωσε η μορφή της αλλάζει και τον πλησιάζει, γονατίζει με τον πόνο βουβό μέσα της, ύστερα τον εκλιπαρεί να ξυπνήσει, όμως εκείνος δεν ανταποκρίνεται και ξεσπάει σε αναφιλητά. Σπαράσσει. Η εικόνα παγώνει, φως στη γυναίκα.)
Σκηνή 1η/ Η μάνα (Φώτα. Η γυναίκα είναι ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι και στριφογυρίζει για λίγο, σε μια άκρη της σκηνής. Το δωμάτιο είναι παιδικό με πολλά κουκλάκια τριγύρω. Ξυπνάει ξαφνιασμένη και ιδιαιτέρως αναστατωμένη, είναι ιδρωμένη κι έχει στην αγκαλιά της ένα σεντόνι. Σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο της με αυτό.) Γυναίκα: Αχ! Τι ήταν κι αυτό πάλι απόψε; Τα τελευταία βράδια όλο το ίδιο. Τόσος καιρός περασμένος κι όμως … Τίποτα. Ξυπνάω κοιμάμαι και … Πάλι εκείνος. Μου λείπει. Θυμάμαι μια φορά, ήταν μικρός, πολύ μικρός. Ήταν τεσσάρων και … Του άρεσε πολύ το ποτάμι πηγαίναμε ώρες και περπατούσαμε. Το αγαπούσε το ποτάμι. Μια μέρα λοιπόν, επειδή τον είχα μαλώσει, εκείνος κρύφτηκε. Εμείς τον ψάχναμε σχεδόν μια ώρα και τίποτα. Πουθενά. Είχε κρυφτεί μέσα στην ντουλάπα, έχω ακούσει κι άλλες μαμάδες να το λένε. Το έχουν συνήθεια. Πηγαίνουν κρύβονται μέσα στην ντουλάπα, σε αυτό το αποπνικτικά σκοτεινό μέρος και … Κι εγώ, όταν ήμουν μικρή είχα σκεφτεί να κρυφτώ εκεί μέσα, αλλά φοβήθηκα μόλις έκλεινα την πόρτα της ντουλάπας πας και το φως λιγόστευε και έφτασε να χωρά να μπει μονάχα μια απειροελάχιστη αχτίδα φωτός, τότε φοβήθηκα πολύ, δείλιασα και πετάχτηκα έξω σαν να είχα βρεθεί κατά λάθος μέσα στην ντουλάπα και όχι από επιλογή. Δεν το είχα σκεφτεί πραγματικά. Δεν το ήθελα. Τυχαία. Τότε βγήκα έξω, την έκλεισα και κάθισα να κλαίω εκεί στο πάτωμα. Ήρθε η μάνα μου, με ρώτησε τι έχω κι εγώ δεν μπορούσα να της απαντήσω. Έψαχνε να δει μήπως είχα χτυπήσει. Όχι, δεν είχα. Όμως με πλήγωσε κείνη η αχτίδα που μπήκε στο σκοτάδι. Εκείνο το φώς, που νόμιζα πως ήρθε και ξάφνου χάθηκε … όπως κι εκείνο. Το μικρούτσικο παιδάκι των τεσσάρων χρονών. Είχε θυμώσει που τον μάλωσα. Μου έκανε τσιριμόνιες. Κουραστήκαμε να ψάχνουμε και τότε αποφάσισα να πάω στην ντουλάπα για να πάρω το σακάκι μου. Έπρεπε να πάω στην αστυνομία. Φοβήθηκα μήπως … Όταν άνοιξα την ντουλάπα, το είδα, το μικρούλη μου, να είναι κουλουριασμένο και σκεπασμένο με την ζακέτα μου. Με τα μάτια του ορθάνοιχτα. Μόλις το είδα πέρασε μια φευγαλέα σκέψη από το μυαλό μου να το μαλώσω για την σκανταλιά του, αλλά τελικά το πείρα στην αγκαλιά μου. Όπως ήταν σκεπασμένο με την ζακέτα έμοιαζε σαν μωρό της αγκαλιάς κι ας ήταν ένα μικρό παλικαράκι. Το μωρό μου. (Τα μάτια της βουρκώνουν από τη θύμηση, όμως δεν θέλει να τρέξουν δάκρυα, σηκώνεται και αρχίζει να τακτοποιεί το δωμάτιο ξεκινώντας από τα πολλά κουκλάκια που βρίσκονται επάνω στο κρεβάτι. Λέει στον εαυτό της:) Άντε κουνήσου. (Αρχίζει να στρώνει το σεντόνι στο κρεβάτι) Να ταχτοποιήσεις το δωμάτιο του γιατί θα ‘ρθει όπου να ‘ναι από το σχολείο. Λες βλακείες, το ξέρεις. Το ξέρω (Απαντά αποκαμωμένη.) Αλλά δεν θέλω να το πιστέψω. Δεν είναι δικαίωμα μου. Είναι. Δεν είναι υποχρέωση μου, σε αυτό το παιδί. Είναι. Το παιδί μου είναι. Δικό μου. Κομμάτι που .. που βγήκε μια βραδιά του Μάη, την πρώτη, από μέσα μου. (Ξαπλώνει στο κρεβάτι και χαϊδεύει την κοιλιά της) Μου έφερε την λευτεριά. Έτσι νόμιζα … «Καλή λευτεριά». Μου ευχήθηκε μια γειτόνισσα το προηγούμενο πρωινό από τον ερχομό του. Κι εγώ από τότε είχα μάτια μονάχα γι’ αυτόν. Τον γιό μου ... (Μετά από λίγο κοιτάζει ο ρολόι της) Να πάω να φτιάξω το πρωινό. Άργησε πάλι για το σχολείο. Όμως, τώρα που θα πάω να του τραβήξω το σεντονάκι του, θα σηκωθεί το γλυκούλη μου. (Φεύγει στην κουζίνα και επιστρέφει μ’ ένα ποτήρι σε σχήμα ελεφαντάκι στο καπάκι γεμάτο γάλα.) Έλα, ζουζουνάκι μου, ξύπνα. Σήκω, να φύγεις … από μένα, να πας… να βρεις τους φίλου σου. (Τραβάει την άκρη του σεντονιού κι αργά αρχίζει να τυλίγεται σα να φασκιώνεται, ώσπου από τη μέση μέχρι κάτω στα πόδια να μην μπορεί να κουνηθεί.) Όχι. Δεν θα σε αφήσω να μου φύγεις. Δεν θα το κάνω ποτέ το λάθος. Δεν θέλω. (Γονατίζει για να ικετέψει κρατώντας το ποτηράκι για προσφορά.) Σου υπόσχομαι, δεν θα επιτρέψω ποτέ ξανά σε κανέναν να σε πάρει μακριά μου. Γύρνα πίσω. Πες μου την αλήθεια. Μου είπαν ψέματα πως βρέθηκες ένα σώμα μονάχο κάτω από τα συντρίμμια, μονάχα το προσωπάκι σου να κοιτά με τα μάτια ορθάνοιχτα τη χαραμάδα που έμπαινε η αχτίδα. Αυτή η αχτίδα αναβοσβήνει μέσα στο μυαλό μου από τότε που χάθηκες. (Πιάνει το κεφάλι της) Εκείνη η αχτίδα που έσβησε … για σένα. Εγώ ποτέ δεν την χώνεψα εκείνη την ξιπασμένη, την απειροελάχιστη αχτίδα. Εκείνη που σε πήρε μακριά μου. Εγώ εκείνη τη μισώ. (Μένει με πόνο βουβό, αλλά το πρόσωπο της έχει αλλάζει, μισεί.) Όταν άκουσα το βουητό του θεριού, δεν πρόλαβα να σε αρπάξω. Κι έμπηξε τα σουβλερά του νύχια μέσα στο τρυφερό σου κορμάκι. Το τριανταφυλλάκι μου που το χάιδευα, το έτρεφα με αγάπη, το καμάρωνα. Το μικρό, τόσο δα τριανταφυλλάκι κόπηκε… (Ο κορμός λυγίζει. Δακρύζει. Σηκώνεται για να συνεχίσει την ικεσία.) Θεριό, σε ικετεύω. (Υψώνει το ποτήρι.) Στο γάλα το μητρικό που θρέφει τους ανθρώπους από πάντα και για πάντα. Σε τούτο σε ξορκίζω. Το μωράκι μου μονάχα. Σε εκλιπαρώ, στα πόδια σου πέφτω. (Σκύβει ο κορμός, η μάνα δέντρο λυγίζει.) Μακάρι, ποτέ να μην ερχόταν η μέρα που συνέτριψες τα πάντα. Τα έκανες θρύψαλα και μαζί κι εκείνο το τρυφερούδι. Το δικό μου παιδί. Το κάθε παιδί. Είναι δικό μου. Μ’ ακούς; Σε ικετεύω και στα πόδια σου προσπέφτω. Δώσε το πίσω. Ξέρω, δεν μπορείς. Μ’ άσε με να ελπίζω. (Εξουθενωμένη ξαπλώνει φασκιωμένη στο πάτωμα. Σπαράσσει. Ύστερα από λίγο προσπαθεί να αποδεσμευθεί από τη φασκιά της λέγοντας:) Μαμά, άσε με λίγο ακόμα. Όλο κάθε πρωί. Το ίδιο. Έρχεσαι και μου τραβάς το σεντονάκι μου. Μια φορά να μ’ αφήσεις ήσυχο. Το ξέρω ότι με αγαπάς και θέλεις το καλό μου, αλλά τώρα πια δεν είμαι μωρό. Το ξέρω για μένα τράβηξες πολλά. Μαζί με τα πολλά, σου έχει κολλήσει να τραβάς και το σεντονάκι μου. Καμιά μέρα θα φύγω και θα σου αφήσω ενέχυρο το σεντονάκι, που άμα είχε στόμα το κακόμοιρο θα αναστέναζε από τον καημό του. (Έχει λυθεί και σηκώνεται όρθια.) Έμεινε, τελικά, για να ακούει τους στεναγμούς μου, για σένα. (Σκοτάδι στη γυναίκα.)
Εικόνα 2/ Σώματα - 2 (Φως στο ζευγάρι των παιδιών. Το αγόρι φοράει τη γάζα καλύπτοντας το κρανίο, ενώ το κορίτσι την έχει βγάλει από την προηγούμενη εικόνα. Μπαίνει πρώτο το κορίτσι τρέχοντας και χαμογελώντας. Είναι πολύ χαρούμενη λέγοντας:)
Κορίτσι: Δεν θα με πιάσεις. Δε θα με πιάσεις.
(Σταματά το τρέξιμο, κοιτάζει πίσω της και βλέπει το αγόρι να την ακολουθεί με το βήμα αργόσυρτο σα να είναι δέσμιος. Εκείνη στέκει και το αγόρι περιφέρεται γύρω στο χώρο χαμένο και σιωπηλό με μικρούς βηματισμούς, φαίνεται να ψάχνει μια διέξοδο.)
Κορίτσι: Ε, χαζούλη μου! Εδώ είμαι. (Αλλάζει θέση)
Κορίτσι: Ε, εδώ – εδώ.
(Το αγόρι ακολουθεί τη φωνή της. Στη συνέχεια το κορίτσι κρύβεται κάτω από το κρεβάτι, τότε το αγόρι ακολουθεί τον ήχο των βημάτων της, μήπως την ανακαλύψει. Τίποτα. Τότε αποφασίζει να τον τρομάξει. Ανεβαίνει στο κρεβάτι, αρπάζει το σεντόνι που είναι απλωμένο και το φοράει στο κεφάλι. Έτσι έχει μεταμορφωθεί σε φάντασμα, που είναι έτοιμο να επιτεθεί. Κατεβαίνει από το κρεβάτι αθόρυβα, να μην την ακούσει το αγόρι, το οποίο την ψάχνει και … πλησιάζοντας το πρόσωπο του. )
Κορίτσι: Μπούμ! Μπούμ! Μπούμ, σου λέω. Γιατί δεν απαντάς. (Θυμώνει.) Πες. Γιατί;
(Ο θυμός της μεγαλώνει και τον αρπάζει από τους ώμους. Τότε το αγόρι αποφασίζει να βγάζει τη γάζα – μαντήλι από κεφάλι του. Καθώς το μαντίλι πέφτει στο πάτωμα το αγόρι λέει:)
Αγόρι: Είμαι νεκρός. Το ξέχασες; Αυτός είναι ο ρόλος μου. Εσύ, η ζωντανή να τρέχει και εγώ, ο νεκρός, να σε κυνηγάω.
(Χαμογελά και τα μάτια του λάμπουν από ευχαρίστηση και σιγουριά.) Αγόρι: Είμαι, εδώ, σε κυνηγάω.
(Το κορίτσι τα έχει χαμένα και τα πόδια της είναι στυλωμένα στο έδαφος τόσο που τα βαρίδια από τσιμέντο δεν την αφήνουν. Προσπαθεί και στο τέλος τα καταφέρνει να σύρει τα βήματα της οπισθοχωρώντας, μα κοιτάζοντας στα μάτια τον γνώριμο εχθρό της. Τα λόγια εκείνου εκφέρονται αργά, ξεπροβάλουν από τα χείλη του απόκοσμα.)
Αγόρι: Τρέξε ανόητη. Ήρθα. Να σε πάρω μαζί μου κι εσύ με κοιτάς. (Γελά σκληρά.) Φύγε, πριν προλάβουν τα χέρια μου να σε σφίξουν στην αγκαλιά τους και τότε … Φύγε, πριν μπορέσουν να σε πάρουν μαζί τους. Νεκρή. Φύγε, κράτα τ’ όνειρα σου μονάχα και μένα διώξε με. Άσε με να ησυχάσω. Κάθε φορά, κάθε βράδυ, έρχεσαι και με ξυπνάς … κι ύστερα μ’ αφήνεις μονάχο να σεργιανίζω στο σκοτάδι. Αυτό το φως … με τυφλώνει. Δεν έπρεπε να έρθω. Στο λέω. Απόψε και μετά τέλος. Δεν ξανάρχομαι. (Επιβλητικά) Αγόρι: Να το ξέρεις, τούτη είναι η τελευταία.
(Το κορίτσι ακούγοντας τα λόγια του έχει ακινητοποιηθεί και το αγόρι έχει φτάσει ακριβώς απέναντι της. Τα δυο σώματα στέκουν αντίκρυ και τα χείλη του αγοριού φιλούν το μέτωπο του κοριτσιού.)
Αγόρι: Αντίο, αδερφούλα μου. Μείνε μόνη, μα ζωντανή με τους ζωντανούς. Και τώρα φύγε, εγώ θα μείνω εδώ, να σε περιμένω μιαν άλλη φορά. Ίσως. Δεν είναι ο καιρός, ακόμα. Φύγε …
(Το κορίτσι υπακούει σαν υπνωτισμένο, γυρίζει την πλάτη και παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Από την άλλη το αγόρι παίρνει το μαντίλι και την αποχαιρετά, ενώ εκείνη συνεχίζει χωρίς να κοιτάξει πίσω. Όταν το κορίτσι έχει χαθεί, το αγόρι φοράει το μαντίλι, όπως στην αρχή, γυρίζει κατά μέτωπο στο κοινό και … Σκοτάδι.)
Σκηνή 2/ Κοπέλα
(Το ίδιο δωμάτιο, η γυναίκα κάθεται τώρα σε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα και κάνει κούνια. Ξαφνικά θυμάται την ύπαρξη ενός μακρόστενου μουσαμά, που τον έβαζαν κάποτε στα σπίτια. Το ‘φερε κάποτε μαζί της από το σπίτι της στο δικό της νέο σπίτι. Σηκώνεται από την πολυθρόνα και πάει να τον συναντήσει. Είναι ζωγραφισμένο ένα κορίτσι που κρατά μια γκάιντα ή μαντολίνο, και στο πλάι της ένα νεαρό αγόρι ιππέας σ’ ένα άλογο, ως άλλος Μέγας Αλέξανδρος κρατώντας δόρυ, με φόντο ένα δάσος από κυπαρίσσια και σκούρα μπλε μπορντούρα ολόγυρα του μουσαμά. Τον πλησιάζει απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει το μουσικό όργανο, που κρατά η κοπέλα, αλλά εκείνο δεν τραγουδά, τότε στρέφεται στο άλογο του Αλέξανδρου.)
Γυναίκα: Κρίμα! Πέρασε ο καιρός και … Κοίτα, ξεθώριασε. Όλα, άλλωστε. Αλλά θα το φτιάξω πάλι. Από την αρχή. Αν ζούσες; Θα ήσουν καλύτερος από μένα. Το ξέρω πάντα μου το λέει η μητέρα. Να σου πω ένα μυστικό, να το ξέρεις. Όμως, έλα πιο κοντά, μη μας ακούσει κανείς. Η μητέρα έρχεται κάθε βράδυ τις τελευταίες μέρες και μου λέει πώς της λείπω. Το πιστεύεις; Αν είναι δυνατόν. Εκείνη που κάθε φορά όταν θύμωνε μαζί μου, γιατί εγώ βλέπεις δεν ταίριαζα με τα γούστα της, όμως εσύ … Τέλος πάντων. Άκου και δεν θα το πιστεύεις. Εχθές την είδα. Ήρθε μαζί με το κλείσιμο των ματιών μου, την ένιωσα να με αγγίζει, έτσι όπως εγώ εσένα.
(Χαϊδεύει τον Αλέξανδρο.) Κατάλαβα τα σκληρά της χέρια στο κεφάλι μου. Τότε άρχισε να μου φωνάζει λέγοντας: «Σήκω, σήκω. Γρήγορα. Έχουμε πολλές δουλειές. Σήμερα παντρεύεται ο γιός μου. Ντύσου και έλα μαζί μου.» Εγώ, λέει, δεν έδειξα μεγάλη προθυμία και τότε εκείνη από τη βιάση της τράβηξε το νυχτικό μου.
(Καθώς το λέει αυτό τραβάει με δύναμη το μουσαμά και τον ξεκρεμάει, μένει κρατώντας τον στα χέρια της.) Για φαντάσου, το νυχτικό μου … Το νυφικό μου. Έμεινα ξέντυτη, έτρεξα της το άρπαξα και έπεσα στο πάτωμα και έκλαιγα έχοντας το στην αγκαλιά μου.
(Τον σφίγγει πάνω της και γονατίζει κλαίγοντας:) Το νυφικό μου, λυσσασμένη. Το νυφικό μου. Το νυφικό μου. Για χάρη του, εγώ θα μείνω χωρίς νυφικό. Όταν ήρθε ο Αλέξανδρος μου, να με ζητήσει, ήμουν είκοσι χρονών ακριβώς. Εκείνη τη μέρα τα έκλεινα. Τον αγαπούσα. Εκείνη το ήξερε και στην αρχή αρνήθηκε. Το γιατί το ξέρω. Την άκουσα να το συζητάει με τον πατέρα μου στην καμάρα.
(Αφήνει το μουσαμά και μιμείται την κίνηση που είδε. Βάζει το ένα χέρι στη μέση και το άλλο απλώνει την παλάμη κουνώντας τη για όσο κρατά η αφήγηση της.) «Ποιος θα μας γηροκομήσει εμάς σαν έρθει η ώρα. Εκείνος τη θέλει για λόγου του. Δεν πρόκειται να την αφήσει. Θα είναι αυτός ο κύρης της. Είναι μικρή θα τη δασκαλέψει.»
(Πλησιάζει, σκύβει και τον σηκώνει.) Πόσο άδικη ήταν. Εγώ τον λαχταρούσα και εκείνος … δεν ήταν τέτοιος. Ήταν νέος και γεμάτος ορμή. Ξανθός με μάτια γαλανά, που σαν σε κοιτούσαν ήταν … σαν κάθε φορά να σε μαθαίνουν. Οι μύχιες σκέψεις μου, του ήταν γνώριμες. Τα ξέρε όλα για μένα. Από εκείνη την δροσερή νύχτα, πλάι στο τρεχούμενο νερό, στο ποτάμι. Αχ, το ποτάμι. Το ποτάμι που με γέννησε το ίδιο και με σκότωσε. Μ’ αγαπούσε. Καταραμένο. Όμως, τελικά με πήρε …
(Το κομμάτι που κρατάει το χαϊδεύει με το μάγουλο της.) Μαζί του και σένα. Εκείνη, παρ’ όλα αυτά δεν σταμάτησε να επιμένει, να με τραβάει τώρα από το μπάτσο να παρατήσω το κομματιασμένο μου νυφικό και να την ακολουθήσω φωνάζοντας, σχεδόν ουρλιάζοντας. «Ακούς, τι σου λέω. Θα έρθεις μαζί μου».
(Τραβιέται σαν να θέλει να της ξεφύγει, για να σωθεί.) Άσε με, έχω παιδιά θέλω να ζήσω. Να τα δω να μεγαλώνουν. Άσε με σε παρακαλώ. (Πέφτει στα πόδια της την εκλιπαρεί, ενώ εκείνη...)
Εκείνη με τράβηξε με δύναμη. Έπεσα κάτω κι άρχισε να με σέρνει στο πάτωμα κι εγώ την παρακαλούσα. Τότε φώναξα τον πατέρα μου. Πίστευα ότι θα μπορούσε να με σώσει. Κι έτσι έγινε. Μόλις την ακούμπησε εκείνη σταμάτησε και τον ακολούθησε με ευλάβεια, χωρίς να μιλάει, σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω που την πήγαινε, μα ύστερα είδα, ήταν η κάμαρα τους. Εκεί είδα και τους δυο τους να ξαπλώνουν στο συζυγικό τους κρεβάτι. Να σταυρώνουν τα χέρια και να κλείνουν τα μάτια. Τότε βγήκα από κει μέσα ανακουφισμένη. Εκείνοι κοιμόντουσαν και εγώ είχα σωθεί. Μα δυστυχώς για λίγο.
(Πηγαίνει παίρνει από το κομοδίνο που βρίσκεται πλάι στο κρεβάτι μια βελόνα με κλωστή, για να ράψει τις θηλιές του μουσαμά, θέλει να τον κρεμάσει ξανά.) Πρέπει να το ράψω. Μου το ξέσκισε το νυφικό μου εκείνη, η σκύλα. (Ράβει τις θηλιές.) Ενώ ο πατέρας μου … Δεν ήταν σαν κι αυτήν. Μ’ αγαπούσε. Ήθελε να φύγω να γλιτώσω από τα χέρια της. Με γλίτωσε. (Αργά – αργά πέφτει σκοτάδι στην γυναίκα καθώς συνεχίζει να ράβει.)
Εικόνα 3/ Σώματα - 3
(Μπαίνουν το αγόρι και το κορίτσι πιασμένοι χέρι-χέρι. Το αγόρι φοράει ένα γαμπριάτικο κοστούμι και το κορίτσι ένα νυφιάτικο φόρεμα, σα νυχτικό. Είναι και οι δυο τους πολύ χαρούμενοι, κάτι ψιθυρίζει το αγόρι στο κορίτσι και εκείνη γελάει δυνατά. Τότε, εκείνος κατευθύνεται σε ένα πικάπ και βάζει ένα δίσκο. Ακούγεται ένα γρήγορο βαλς. Το αγόρι την αρπάζει από το χέρι, την κάνει μια στροφή και την κλείνει στην αγκαλιά του. Χορεύουν και το διασκεδάζουν. Τυχαία κι ενώ χορεύουν το αγόρι δεν προσέχει και πατάει μια άκρη του φορέματος. Η μουσική σταματάει. Τώρα, το κορίτσι κοιτάζει το νυφικό ξαφνιασμένη. Η όψη της αλλάζει καθώς το επεξεργάζεται και προσπαθεί να σκεφτεί πως θα το διορθώσει. Μετά από λίγο λέει:)
Κορίτσι: Πρέπει να το ράψω, οπωσδήποτε. Φέρε κλωστή και βελόνι. Αγόρι: Μα δε ξέρω που είναι. Όλα η μάνα μου τα κανόνιζε εδώ μέσα.
(Εμφανώς απογοητευμένη από την απάντηση και θυμωμένη έχει μείνει να κρατάει το σκισμένο κομμάτι.) Κορίτσι: Καλά, για κοίτα εκεί, στο κομοδίνο, μήπως είναι.
(Το αγόρι ψάχνει με προθυμία και τελικά τα βρίσκει στο μέρος που του είπε το κορίτσι. Δίνει τα σύνεργα στο κορίτσι που κάθεται στο κρεβάτι, ενώ εκείνος κάθεται πλάι της σταυρώνοντας τα χέρια του και παρατηρώντας την. Το κορίτσι κόβει την κλωστή από την κουβαρίστρα και προσπαθεί αδέξια να την περάσει στο βελόνι. Στο τέλος τα καταφέρνει, ενώ το αγόρι την περιμένει. Αρχίζει να ράβει το σκισμένο κομμάτι, όμως κάθε φορά που τραβάει την κλωστή για να βγει από τη μια πλευρά του υφάσματος στην άλλη η κλωστή κόβεται, λόγω της υπερβολικής δύναμης που καταβάλει. Αυτό της συμβαίνει τουλάχιστον τρεις φορές. Τότε, το κορίτσι αρχίζει να θυμώνει με τον εαυτό της, ενώ το αγόρι παρατηρώντας το γεγονός να επαναλαμβάνεται, ξεσπάει σε γέλια. Αυτό είναι που εξοργίζει το κορίτσι.)
Κορίτσι: Δεν φτάνει που μου το έσκισες, έχεις το θράσος να γελάς κιόλας με την κατάσταση. Αγόρι: Με την κατάσταση σίγουρα όχι, αλλά … Κορίτσι: Με μένα, ίσως. Αγόρι: Μάγος είσαι τελικά. Το βρήκες. Κορίτσι: Α, ώστε το βρήκα, έ;
(Το αγόρι γελάει ξεκαρδιστικά, μα το κορίτσι δεν συμμερίζεται τη χαρά του. Εξαιτίας αυτού εκείνη βγάζει το ένα παπούτσι της και σηκώνεται κουτσαίνοντας για να τον κυνηγήσει. Τότε εκείνος σηκώνεται και τρέχει για να της ξεφύγει. Τώρα τα δυο σώματα βρίσκονται ακριβώς απέναντι το ένα στο άλλο και σε στάση μάχης. Το αγόρι είναι άοπλο, τη στιγμή που το κορίτσι έχει προτάξει το μοναδικό της όπλο, μια γόβα νυφική, και βρίσκεται σε θέση βολής. Τότε, εκείνος στέκει σε θέση προσοχής λέγοντας:)
Αγόρι: Σε περιμένω. Ρίξε μου, αν τολμάς. Κορίτσι: Τολμάω. Νομίζεις πως … (Εκείνη είναι έτοιμη, αλλά ξαφνικά …) Αγόρι: Είσαι σίγουρη; Το αποφάσισες, δηλαδή; (Της χαμογελάει.)
Κορίτσι: Ναι και μη νομίζεις, πως θα με νικήσεις τόσο εύκολα. Το οχυρό δεν θα πέσει. Αγόρι: Το υπόσχεσαι; Κορίτσι: Το υπόσχομαι. Αγόρι: Κι αν , τότε; Κορίτσι: Όχι. Μολών λαβέ. Αγόρι: Α, μεγάλες δηλώσεις. Κορίτσι: Για έλα και θα δεις. Αγόρι: … Κορίτσι: Φοβάσαι; Για ελάτε κύριε, να δούμε πως ρίχνετε τα οχυρά, εσείς. (Ειρωνικά. Κουνώντας τη γόβα της.)
Αγόρι: Έρχομαι.
(Εκείνος κινείται προς το μέρος της κοιτάζοντας την στα μάτια, τον κοιτάζει και εκείνη. Το αγόρι μετράει το πάτωμα βάζοντας το ένα πόδι μπροστά στο άλλο, όπως συνηθίζουν τα παιδιά. Το κορίτσι παρακολουθεί έχοντας το όπλο έτοιμο να στοχεύσει τον αντίπαλο. Εκείνος φτάνει πέντε βήματα μπροστά της σε θέση βολής εξ επαφής. Το κορίτσι περιμένει μιαν αντίδραση του, για να δικαίωση την πράξη της. Ξαφνικά, το αγόρι πέφτει στο πάτωμα σα να το χτύπησε η σφαίρα. Το κορίτσι τρομάζει, έτσι αφήνει την γόβα να πέσει από το χέρι της και τρέχει στο αγόρι που κείτεται μπροστά της. Γονατίζει.)
Κορίτσι: Ε, τι έπαθες; Μίλα μου. Δε σε χτύπησα. (Κουνάει το αγόρι, αλλά εκείνο δεν αντιδράει. Τα έχει χαμένα.) Κορίτσι: Σε παρακαλώ, ξύπνα. Μα τι έγινε; Δεν καταλαβαίνω, τίποτα.
(Τότε το αγόρι ανοίγει τα μάτια του.) Αγόρι: Δεν χρειάζεται. Σημασία έχει ότι δεν με σκότωσες. Κορίτσι: Μα πως θα μπορούσα;
(Σηκώνεται από το πάτωμα και στέκει γονατιστός απέναντι της.) Αγόρι: Είδες, μικρή, πως πέφτουν τα οχυρά; Κορίτσι: Α, ώστε έτσι.
(Πάει να φύγει, αλλά το αγόρι την προλαβαίνει και της παγιδεύει το μπράτσο. Τη φιλάει. Σκοτάδι.)
Σκηνή 3/ Κορίτσι
(Η γυναίκα πηγαίνει και κρεμάει το μουσαμά στον τοίχο.) Γυναίκα: Μαμά, έλα να σου δείξω τι ζωγράφισα. Μαμά, μαμά.
(Παύση. Στέκει όρθια μπροστά του.) Δεν πρόκειται να έρθει. Τώρα πια μεγάλωσα κι εκείνη έχει φύγει. Νομίζω πως μερικές φορές είναι πλάι μου, στο προσκεφάλι μου. Η ιστορία ξεκινάει κάθε βράδυ στις δώδεκα. Το ραντεβού μας τελειώνει εκεί κοντά στα ξημερώματα. Λίγο πριν ο ήλιος ροδίσει από την χαρούμενη ντροπή του. Ξέρει τα μυστικά μας. Την βρίσκει κι αυτός εδώ και χρόνια πάντα την ίδια ώρα να δραπετεύει από το παράθυρο, μόλις εκείνος μπαίνει μέσα. Ήμουν στα δώδεκα και θυμάμαι σ’ ένα κυριακάτικο τραπέζι, ήταν το χριστουγεννιάτικο, ίσως…
(Έχει φτάσει στο κρεβάτι και προσπαθεί να λειάνει με τα χέρια της τις πτυχές του απλωμένου σεντονιού, μιμείται τη μάνα της.) Η μάνα έστρωνε κι εγώ από κοντά της. Μου έδινε κι εγώ έφερνα. Ο πατέρας καθόταν από νωρίς στο τραπέζι και πλάι του ο αδερφός μου, ο μικρούλης μας. Τον αγαπούσα, τον είχα σαν παιδί μου. Το τραπέζι στρώθηκε και οι συγγενείς του πατέρα μου κάθισαν μαζί μας για μια ακόμη φορά. Τσούγγρισαν τα ποτήρια. Για άλλη μια φορά υποτάχθηκα στη μητέρα. Τους κοιτούσα κι άκουγα τον ήχο από το κρύσταλλο των ποτηριών. Κανείς δε μιλούσε. Το επιπλέον πιάτο είχε τοποθετηθεί στο τραπέζι. Όμως, εκείνος έλειπε. Κάθισα πλάι της, ο πατέρας μου έπαιζε με τον μικρούλη και …. Ήχησαν οι σάλπιγγες της χαράς. Μα ποιάς χαράς; Η μάνα φορούσε το μαύρο φουστάνι της, το καλό της, γιατί το άλλο ήταν ξέθωρο. Δεν ήθελε. Είχε γίνει ένα με τη σάρκα της. Η σάρκα βγαλμένη από την δική μου σάρκα. «Καλά Χριστούγεννα!» Ευχήθηκαν οι συγγενείς. Και κοίταξαν κλεφτά τη θέση που βρίσκονταν το άδειο πιάτο δίπλα από τη μητέρα. Είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια μα ο πόλεμος για τη μητέρα δεν είχε σταματήσει. Ούτε και για μένα. Σε ‘χασα μα δε σε ξέχασα. Ποτέ. Είδε στα μάτια τους μια θλίψη μπερδεμένη με τον οίκτο, την ψεύτικη συμπόνια των συγγενών. Που συμπάσχουν, αλλά φτύνουν και τον κόρφο, δοξάζουν που δεν έτυχε το κακό σ’ αυτούς. Δεν έπαθαν. Βρίσκονται σε απόσταση ασφαλείας. Η μάνα βούρκωσε. (Βουρκώνει.)
«Κάνε κουράγιο. Πέρασε τόσος καιρός. Έχεις τ’ άλλα σου παιδιά». Ήξερα πως αυτό δεν άρεσε καθόλου στη μητέρα. (Σηκώνεται.)
Σηκώθηκε πήρε το άδειο πιάτο από το τραπέζι και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άλλα όχι. (Ξεκρεμάει ένα κάδρο που απεικονίζει ένα μικρό αγόρι να κοιτάει ευθεία μπροστά και δυο δάκρυα κυλούν από τα ροδοκόκκινα παιδιάστικα μάγουλα του.)
Την ακολούθησα, όπως κάθε φορά. Την είδα από την μισάνοιχτη πόρτα να κλαίει σπαρακτικά. Ήταν της κάμαρας της. Την είδα. Άνοιξε ένα παλιό μπαούλο που ποτέ δεν το είχαμε ανοίξει. Έβγαλε αυτό το κάδρο. Το σήκωσε σα να ήταν ένα μωρό. Ψηλά. (Το ίδιο κάνει και κείνη.)
Το κοίταξε με λαχτάρα και το έσφιξε πάνω της. Είχε τόσο καιρό. Χάιδεψε τα μαλλιά του, όπως αισθάνομαι να κάνει τώρα κάθε βράδυ. Ποτέ δεν με αγκάλιασε εμένα, όσο ζούσε. Ποτέ. Όπως αυτό το παιδί, που το θυμάμαι ελάχιστα. Με το πέρασμα του χρόνου έβλεπα η θολή εικόνα εκείνου του παιδιού, του πρώτου, του μεγαλύτερου παιδιού της μάνας μου, να γίνεται καθαρή. Να το αισθάνομαι σαν δικό μου γέννημα. Κι ας μην ήταν θρέμμα δικό μου. Δεν πρόλαβα, όπως και το δικό μου. Ήμουν η αμέσως επόμενη από αυτό και αυτή ήταν η κατάρα στη ζωή μου, που ήρθες εσύ να την ολοκληρώσεις. Εσύ την πληρώθηκες. Όχι, εγώ με μάτια από δάκρυα… να γεμίζουν. Όπως και να χει σε ευχαριστώ που αισθάνθηκα για μια στιγμή στη ζωή μου γυναίκα, μάννα. Έμεινα παιδί της μητρός μου. Η μήτρα του κόσμου για μένα ήταν η δική της. Εκείνη με χάραξε. Κι έχυσε μέσα μου το φαρμάκι από τον πόνο της δικής σου απώλειας. Εγώ το δικό μου φαρμάκι που θα το χύσω μικρό μου μαργαριταράκι;
(Κοιτάζει το μικρό αγοράκι της φωτογραφίας. Το φιλάει σαν εικόνισμα και γονατίζει.) Πιστεύω σε. Το φώς των ματιών μου εσύ. Μονάκριβο μου. Προσπέφτω στα πόδια σου και σε θερμοπαρακαλώ, γύρνα πίσω. Λησμόνησες τόσο γρήγορα τη μανούλα. Σε προσμένω να ‘ρθεις, μα έχουν περάσει τόσες μέρες. Ξαπλώνω στο κρεβάτι βασανίζομαι και με διάφορα κόλπα κερδίζω τον ύπνο με την ελπίδα πως απόψε θα έρθεις. Μα το κάθε απόψε γίνεται αύριο κι εσύ απομακρύνεσαι για μια μέρα ακόμα. Έλα. Απόψε; Θα σε περιμένω. Μονάχα αν έχεις σκοπό να έρθεις μην αργήσεις άλλο, γιατί δεν αντέχω. Φεύγω. Κράτησε με. Φως μου. Οδήγησε με. Κοντά σου. Όπου κι αν είναι αυτό. Σε θέλω κοντά μου, να αισθανθώ το μωρουδίστικο ακόμα κορμάκι σου να μου ζεσταίνει τον κόρφο. Τα χείλη μου να σε φιλήσουν και για αντάλλαγμα, να μου χαρίσεις ένα βελούδινο άγγιγμα από τα δικά σου. Εκείνα περιμένω. Το άγγιγμα. Τα δυο σου τρυφερά χεράκια να τυλίξουν τον λαιμό μου. Να με πνίξουν σε μια αγκαλιά σφιχτή. Μια αγκαλιά θανάτου, μόνο από τα δικά σου χέρια. Τη θέλω. Την προσδοκώ. Εισάκουσε τις προσευχές μου κι έλα για λίγο στο δικό μου σκοτάδι. Σε περιμένω. (Σφίγγει το εικόνισμα της και ξεσπάει. Ημίφως στη γυναίκα.)
Σκηνή 4 // Εικόνα 4/ Σώματα – 4
(Στη σκηνή βρίσκεται ήδη σε ημίφως η γυναίκα και μπαίνει το αγόρι των προηγούμενων εικόνων. Στην αρχή η γυναίκα δεν έχει καταλάβει την ύπαρξη του.)
Γυναίκα: Πάει το πήρα απόφαση. Ούτε και σήμερα.
(Με βήμα αργό πάει και κρεμάει το κάδρο. Το αγόρι προχωράει πιο μέσα. Τότε στο γύρισμα της, τα χάνει βλέπει μπροστά της το αγόρι. Εκείνος φοράει στο κρανίο του ένα μαντίλι – γάζα. Προσπαθεί να αρθρώσει μια λέξη, αλλά δεν τα καταφέρνει. Η φωνή δεν βγαίνει. Το αγόρι περπατάει αργά προς το μέρος της, ενώ εκείνη στέκει ακούνητη. Προσπαθεί να αρθρώσει και τελικά…)
Γυναίκα: Καλώς όρισες. Σε περίμενα. Το ήξερα πως μ’ αγαπούσες και θα ερχόσουν.
(Η γυναίκα τον πλησιάζει.)
Μου ‘λειψες. Θα σε κουρασμένο από το παιχνίδι. Κάτσε και θα πάω να σου βάλω φαγητό αμέσως. Είναι και ζεστό, μόλις το έσβησα. (Η γυναίκα πάει να φύγει και τότε το αγόρι την αρπάζει από το χέρι.)
Μα να μείνω εδώ. Γιατί; Δεν πεινάς;
(Την τραβάει από το χέρι και την καλεί να καθίσει μαζί του στο κρεβάτι. Εκείνη τον ακολουθεί αδιαμαρτύρητα. Τότε εκείνο ακουμπάει το κεφάλι του στην ποδιά της. Η γυναίκα καταλαβαίνει, έτσι βάζει το ένα της χέρι για να ακουμπήσει το κεφάλι και με τ’ άλλο αρχίζει να του το χαϊδεύει. Ύστερα από λίγο αρχίζει να του τραγουδάει κι ένα παιδικό τραγούδι το «Μια ωραία πεταλούδα», φτάνει στη φράση «πέφτει κάτω και ψοφά», τότε σταματάει, παγώνει. Θυμάται. Παύση. Μαζεύει το κουράγιο της και συνεχίζει με την ελπίδα:)
Κι όταν έρθει καλοκαίρι … κι όταν έρθει καλοκαίρι … κι όταν έρθει καλοκαίρι ζωντανεύει και πετά. Ακούς μικρούλη, σαν και σένα η πεταλούδα πέταξε στον ουρανό. Μα εσύ είσαι εδώ κοντά στη μανούλα. Σήκω.
(Το αγόρι σηκώνει το κορμό του από την ποδιά της γυναίκας.)
Αγκάλιασε με. Μου ‘λειψες. Όλη μέρα σήμερα σε κέρδισε το παιχνίδι.
(Το αγόρι διστάζει. Αντί αυτού που ζητάει η γυναίκα, το αγόρι την τραβάει από το χέρι καλώντας την να παίξει μαζί του. Το αγόρι κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό του. Εκείνη το αποδέχεται. Οι δύο φιγούρες παίζουν. Εκείνη τον πιάνει αγκαλιά και τον γυρίζει μερικές σβούρες, όπως συνηθίζουν τα παιδιά.)
Ζαλίστηκα.
(Το αγόρι κουνάει το κεφάλι αρνητικά.) Καλά.
(Επαναλαμβάνει την κίνηση και σταματά.) Όχι άλλη.
(Το αγόρι κουνάει πάλι το κεφάλι αρνητικά.) Μα εσύ θα με πεθάνεις.
(Μικρή παύση. Το σκέφτεται.) Καλά, αλλά αυτή είναι η τελευταία.
(Το αγόρι αυτή τη φορά κουνάει το κεφάλι καταφατικά. Κάνει την τελευταία σβούρα, μα η γυναίκα δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει και την τελευταία στροφή, έτσι πέφτει κάτω έχοντας στην αγκαλιά της το αγόρι. Τώρα, το αγόρι περνάει τα χέρια του στο λαιμό της και την αγκαλιάζει σφιχτά. Η εικόνα στη σκηνή παγώνει. Σκοτάδι. Μετά από λίγο …. Φώς. Το αγόρι σηκώνεται, βγάζει το μαντίλι – γάζα και απευθυνόμενος στο κοινό λέει:)
Αγόρι: Εγώ τη σκότωσα.
(Σκοτάδι.)
|