Ο,ΤΙ ΠΡΟΛΑΒΕΣ, ΠΡΟΛΑΒΕΣ! (ΤΡΑΜΠΟΥΛΗ ΒΑΣΙΑ) |
![]() |
![]() |
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2011 17:54 | |||
Ο,ΤΙ ΠΡΟΛΑΒΕΣ, ΠΡΟΛΑΒΕΣ! ΤΡΑΜΠΟΥΛΗ ΒΑΣΙΑ
Πρόσωπα Θάλεια (25 ετών, μουσικός, παίζει βιολοντσέλο) Ευγενία (32 ετών, σερβιτόρα, σπουδάζει δημοσιογραφία, Ρωσίδα) Άρης (28 ετών, εργάζεται σε ταξιδιωτικό γραφείο, γράφει ταξιδιωτικά διηγήματα) Μάρκος (εν δυνάμει ηθοποιός μουσικού θεάτρου)
(Στις διαλογικές σκηνές τους βοηθητικούς ρόλους (Άγνωστος, Αδελφός και Φίλη) υποδύονται οι υπόλοιποι τρεις ηθοποιοί)
Στο πάτωμα διακρίνουμε 4 ανθρώπινα σώματα σχηματισμένα με κιμωλία. Εμφανίζονται στη σκηνή οι 4 ήρωες. Ο καθένας κρατάει από ένα πολύ προσωπικό του και αγαπημένο αντικείμενο (ενδεικτικά: Θάλεια- μουσικό κουτί, Άρης – χάρτη, Ευγενία- ένα ζευγάρι γόβες, Μάρκος – ένα t-shirt). Περπατούν και περιεργάζονται το χώρο. Κάπου στο χώρο βρίσκεται μια γυάλα με αριθμημένα χαρτάκια. Αλλαγή φωτισμού
Ευγενία Πήγαινα συχνά σ’ αυτό το μίνι μάρκετ. Ο Κυριάκος το δούλευε ως τους 12.30 το βράδυ. Δεν υπήρχε κίνδυνος. Μάρκος Ήμουν περαστικός. Τσιγάρα θα έπαιρνα. Θάλεια Το μαγαζί του είναι δίπλα στο ωδείο. Κάθε βράδυ παίρνω γάλα και σοκολάτα. Άρης Ο Κυριάκος είναι φίλος μου. Ήταν… Ήμασταν. Δεν ξέρω. Θάλεια (διαλέγει ένα χαρτάκι από τη γυάλα) Νο 24 Θάλεια Όλα έγιναν σε μια στιγμή. Ευγενία Η σφαίρα με έριξε κάτω. Δεν πόνεσα. Άρης Ήταν τρεις άντρες. Νέοι. Είδα τον Κυριάκο να σκύβει. Στεκόμουν δίπλα του. Μάρκος Τους ο Κυριάκος το έπαιξε μάγκας. Εγώ θα τα έδινα όλα τα χρήματα. Άρης (διαλέγει χαρτάκι από γυάλα) Νο 32 Θάλεια Παραμονή Χριστουγέννων… Άρης Λίγο πριν τα μεσάνυχτα… Μάρκος Ήμουν περαστικός. Τσιγάρα θα έπαιρνα. Ευγενία Δεν πέρασε όλη η ζωή από μπροστά μου… Μόνο στιγμές. (διαλέγει ένα χαρτάκι από τη γυάλα) Νο 8 Άρης Εκεί που νομίζεις πως θα’ χεις κι άλλη ζωή Μάρκος Σου λένε πως αυτό ήταν… Θάλεια Ό,τι πρόλαβες… Ευγενία Πρόλαβες! Μάρκος (διαλέγει ένα χαρτάκι από τη γυάλα) Νο 11
Voice off Να προσέλθει το νο 24, παρακαλώ.
(σηκώνεται η Θάλεια)
(αλλαγή φωτισμού)
ΘΑΛΕΙΑ «Στιγμιότυπο πρώτο»- Ετών 9 (Ακούγεται μουσική από μουσικό κουτί) Μαμά Ακόμα δεν κοιμάσαι, καρδούλα μου; Θάλεια Να το κουρδίσουμε άλλη μία φορά; Μαμά Θάλεια μου, είναι αργά. Σβήνω το φως. Θάλεια Θα κοιμηθείς μαζί μου; Μαμά Τα ‘χουμε πει αυτά. Η Θάλεια κοιμάται και η μαμά πηγαίνει στο θέατρο. Θάλεια Ναι, αλλά εγώ θέλω να μείνεις μαζί μου. Μαμά Δε γίνεται. Θάλεια Κι άμα πεθάνω; Μαμά Πάλι τα ίδια; Θάλεια Ο παππούς τους Μαρίας πέθανε στον ύπνο του. Μαμά Κλείσε τα ματάκια σου και κοιμήσου.
Θάλεια Κάθε φορά που τα κλείνω έρχεται ο παππούς τους Μαρίας μπροστά μου. Μαμά Και τι σου λέει; Θάλεια Δε μου λέει. Η μαμά τους Μαρίας τους είπε να φύγουμε από το δωμάτιο, αλλά εμείς κρυφτήκαμε στην ντουλάπα και τον είδαμε. Πεθαμένο. Η μαμά τους όλο έκλαιγε, αλλά ξέρω, τους φορές είχα ακούσει που του μιλούσε άσχημα. Η Μαρία λέει ότι ο παππούς τους τους κατέστρεψε. Μαμά Άστα αυτά τώρα. Δε θα πρέπει να σε νοιάζει τι λένε και τι κάνουν οι άλλοι. Θάλεια Δεν το θέλω να τα σκέφτομαι. Έτσι μου έρχονται. Μαμά Πρέπει να φύγω. Κοιμήσου. (προσπαθεί να φύγει) Θάλεια Δε θέλω να κοιμηθώ. Θα πεθάνω στον ύπνο μου. Μαμά Εσύ, αγαπούλα μου, θα ζήσεις πολλά, πολλά χρόνια. Μόνο οι μεγάλοι μπορεί να πεθάνουν στον ύπνο τους. Θάλεια Δηλαδή κι εσύ;
(σκοτάδι)
«Στιγμιότυπο δεύτερο» - Ετών 19 (Σε στάση λεωφορείου σε κάποιο ερημικό σημείο τους πόλης, αργά το βράδυ) Η Θάλεια κοιτάει ανυπόμονα το ρολόι τους. Ο Άγνωστος είναι τους άντρας στα 40, κρύβει το πρόσωπό του με την κουκούλα του) Άγνωστος Περιμένεις ώρα; Θάλεια Αρκετή. Άγνωστος Αργεί πολύ το γαμημένο. Θάλεια (σιωπή) Άγνωστος Πώς και σε αυτή την περιοχή; Μόνη σου; Θάλεια Έτυχε. Άγνωστος Τον είδα. Θάλεια Ποιον; Άγνωστος Δεν έπρεπε να κατέβεις από το αυτοκίνητό του. Θάλεια Εκείνος με κατέβασε. Άγνωστος Φίλος σου; Θάλεια Θα γυρίσει να με πάρει. Άγνωστος Καλά περίμενε. Θάλεια θα γυρίσει! Άγνωστος Σε βαρέθηκε. Θάλεια Τι; Άγνωστος Δεν είσαι και πολύ ομορφούλα. Για να σε δω. Γύρνα από δω. Θάλεια (δεν κουνιέται) Άγνωστος Γύρνα! Θάλεια Τους παρακαλώ μη με πειράξετε. Άγνωστος Και τι τρόποι…(βγάζει μαχαίρι) Θάλεια Να τους δώσω χρήματα; Ό,τι θέλετε. Μόνο μη με πειράξετε… Άγνωστος Σήκωσε τη φούστα σου. Θάλεια (κλαίει) Τους παρακαλώ. Άγνωστος Τη φούστα! Θάλεια (σηκώνει αργά τη φούστα τους)
Άγνωστος Σε έχουν πηδήξει; Θάλεια Όχι. Άγνωστος Δε θέλεις; Θάλεια Θέλω. Όχι, δηλαδή δεν ξέρω. Τους παρακαλώ… Άγνωστος Φοβάσαι; Θάλεια Ναι. Άγνωστος (την πλησιάζει απειλητικά) Με τρελαίνεις. Παρθένα, ε; Γύρνα! ( την κολλάει στον τοίχο, η Θάλεια κλαίει) (σκοτάδι)
(αλλαγή φωτισμού) Θάλεια Τι φοβάσαι; Ευγενία Τους τους. Μάρκος Τη μοναξιά. Άρης Τα ταξίδια.
Ευγενία Δεν καταλαβαίνω αν με πλησιάζουν για καλό ή για κακό. Μάλλον για κακό. Τους φοβάμαι. Δεν τους θέλω. Μάρκος Δε θέλω να μένω μόνος μου ούτε λεπτό. Ακούω πάντα ραδιόφωνο ή βλέπω τηλεόραση. Ξέρω μου κάνει κακό, αλλά θέλω να ακούω φωνές, ανθρώπους να μιλάνε. Άρης Αποφεύγω να ταξιδέψω. Το θέλω όμως πολύ. Να’ ναι φόβος ή κάτι άλλο;
Voice off Να προσέλθει το νο 8, παρακαλώ.
(σηκώνεται η Ευγενία)
(αλλαγή φωτισμού)
ΕΥΓΕΝΙΑ
«Στιγμιότυπο πρώτο» - Ετών 15 Ευγενία (σέρνει μια τσάντα με παπούτσια, καθώς μιλάει πετάει μερικά από αυτά) Πολυαγαπημένη μου μητέρα, τώρα που ψόφησες σου στέλνω πακέτο. Το σάκο τον άφησε κάποτε ο «Αγ. Βασίλης» τα Χριστούγεννα που έκλεινα τα 8. Μετά την πρωτοχρονιά ο μπαμπάς έφυγε από το σπίτι. Άφησε το σάκο με τα δώρα του αλλά εσένα δε σε άντεχε και σε παράτησε. Τουλάχιστον με αυτό το τροπάρι τους πρήζεις εσύ εδώ και χρόνια. Η παρατημένη. Σκέφτηκες ποτέ ότι απλώς μπορεί να εξαφανίστηκε; (βγάζει ένα κόκκινο πέδιλο) Αυτό μου το πέταξες όταν έκλαψα που χάθηκε ο μπαμπάς. (βγάζει κι άλλο) Αυτό όταν αρρώστησα και χρειάστηκε να μείνω στο σπίτι μια βδομάδα. Τι νόμιζες ότι ήθελα την παρέα σου; Αυτό επειδή δεν έτρωγα ποτέ το σπανάκι κι αυτό επειδή μπήκα στο δωμάτιο την ώρα που πηδιόσουνα με ένα μαλάκα. Με χτύπησες στο κεφάλι. Το αίμα δε σταματούσε. Πήγα στη γιαγιά. Αυτό μου το πέταξες επειδή πήγα στη γιαγιά. Τα ράμματα ούτε που τα πρόσεξες. (βγάζει μια μπότα) Αυτή επειδή τόλμησα να στεναχωρηθώ για το σκύλο τους που ψόφησε. Εσύ την είχες ρίξει τη φόλα, πουτάνα. Ήθελες να με κάνεις σκληρή επειδή δεν ήξερες να αγαπάς. Παιδί ήμουνα, ξέρεις τι θα πει παιδί; Τους μη με γεννούσες αν δεν ήθελες… (σκοτάδι)
«Στιγμιότυπο δεύτερο» - ετών 18 Ευγενία Θα μεγαλώσεις. Θα με μισήσεις. Θα καταλάβεις. Αυτοί σε αγαπάνε και τους μην είσαι δικό τους. Σα να σε αγαπάνε από πάντα. Το είδα στα μάτια τους πόσο πολύ σε θέλουν. Με κοιτάς; Μικρά χεράκια, ποδαράκια… Μου μοιάζεις λίγο. Έτσι πρέπει να γίνει, μικρούλη. Ναι, ναι αυτό είναι το σωστό. Με φαντάζεσαι μαμά; (γελάει νευρικά) Ποτέ δε μου άρεσαν οι κούκλες. Δεν είχα. Οι φίλες μου παίζανε τη «μαμά», τάιζαν και έντυναν τα μωρά τους. Αν ήταν μια από αυτές τώρα εδώ, θα πετούσε από τη χαρά τους. Θα ήξερε τι να σε κάνει. Κι αυτή η γυναίκα, που θα σε πάρει, θα ξέρει. Θα τη λες μαμά. Θα σου λέει «σ’ αγαπώ». Θα σου παίρνει δώρα. Θα είσαστε οικογένεια. Θα σε κρατάει στην αγκαλιά τους σφιχτά. Η γιαγιά με κρατούσε έτσι… Με πήγαινε βόλτα τους Κυριακές και με ρωτούσε τι γίνεται με τη μάνα μου. Ποτέ δεν τους έλεγα. Εσύ να’ χεις κάπου να τα λες. Τα παιδιά έλεγε πρέπει να ξέρουν πόσο τα αγαπάς. Να νιώθουν ασφάλεια. Ήθελε να πάμε να μείνουμε μαζί τους, αλλά δεν πρόλαβα. Η μάνα μου τους έφερε εδώ. Οπότε πάει και η ασφάλεια και οι βόλτες και η γιαγιά… Αφού τους είπα ότι δεν ήθελα να σε δω. Γαμώτο! Να σε κρατήσω 15 λεπτά, λέει, για να είμαι σίγουρη. (παύση) Σίγουρη είμαι. Είμαι σίγουρη. (σκοτάδι) (αλλαγή φωτισμού) Ευγενία Τι θυμάσαι από τη μάνα σου; Άρης Ένα κόκκινο φουστάνι. Θάλεια Το καμαρίνι της. Μάρκος Τις φωνές της. Άρης Καλοκαίρι και περπατούσε ξυπόλυτη στην άκρη της θάλασσας. Έτρεξα και έπεσα πάνω της με φόρα. Μια τελευταία αγκαλιά. Θάλεια Πάντα τακτοποιημένο και καθαρό. Γεμάτο φωτογραφίες δικές της και δικές μου. Όλος ο κόσμος αυτός το καμαρίνι. Μάρκος Φώναζε πάντα άδικα και τη λάθος στιγμή.
Voice off Να προσέλθει το νο 32, παρακαλώ.
(σηκώνεται ο Άρης)
(αλλαγή φωτισμού)
ΑΡΗΣ «Στιγμιότυπο πρώτο» - Ετών 13 ( Είναι καλοκαίρι. Ο Άρης κρατάει στα χέρια του μια μπάλα που κλωτσάει χαλαρά, αλλά φαίνεται εκνευρισμένος. Μπαίνει ο αδελφός του τρέχοντας)
Αδελφός Σε έψαχνα παντού. Άρης Με βρήκες. Αδελφός Δεν ήθελες να σε χαιρετήσω; Άρης Δε χρειάζεται. Αδελφός Σου πήρα κι αυτό. (κρατάει έναν Ταξιδιωτικό Οδηγό) Άρης Τι είναι; Αδελφός Για το Βερολίνο. Οδηγός. Όταν έρθεις να ξέρεις τα πάντα. Άρης Εντάξει. Αδελφός Το καταλαβαίνεις ότι πρέπει να πάω. Άρης Θα μπορούσες και να μην πας. Αδελφός Το θέλω. Άρης Το κάνεις για να φύγεις από τον μπαμπά; Εντάξει, είναι λίγο στον κόσμο του, αλλά μας…σε αγαπάει. Αδελφός Όχι, λέει ότι θα έρθει κι εκείνος. Θέλει να κάνει έρευνα για το μυθιστόρημα. Άρης Θα πάρει κι εμένα μαζί του δηλαδή; Αδελφός Εσύ έχεις το σχολείο και εκεί ποιος θα σε φροντίζει; Άρης Γιατί εδώ ποιος με φροντίζει; Αδελφός Θα μείνεις με τη θεία. Άρης Τα’ χετε όλα κανονισμένα έτσι; Αδελφός Ο μπαμπάς το αποφάσισε. Άρης Στα τσακίδια! (του πετάει τον οδηγό και φεύγει)
(σκοτάδι)
«Στιγμιότυπο Δεύτερο» – ετών 25 (Ο Άρης φοράει μια γραβάτα και κρατάει ένα γεωγραφικό χάρτη) Άρης Με κάλεσε στο γραφείο του. Στις 4 μου είπε. Κάτι σημαντικό ήθελε να μου πει. Ήμουν εκεί πέντε λεπτά νωρίτερα. Δεν είμαι αισιόδοξος. Όχι, γενικά δεν είμαι, αλλά εκείνη τη μέρα, είπα, ότι επιτέλους ήρθε η ώρα να ταξιδέψω. Θα μου αναθέσουν τον πρώτο μου ταξιδιωτικό οδηγό, σκέφτηκα. (παύση) Εντάξει δεν του πήρε πολλή ώρα. «Κύριε Αναγνώστου, ευχαριστούμε πολύ για τη συνεργασία, αλλά δε θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε». Να συνεχίσουμε τι; Οκτώ ώρες κολλημένος σ’ ένα γραφείο… Να εξυπηρετώ τον κάθε ταξιδιώτη με τις μαλακίες του… Και μετά να φαντάζομαι προορισμούς που ποτέ δε θα δω… «Γνωρίζετε πολύ καλά κύριε Αναγνώστου ότι αν δεν ήταν ο πατέρας σας….» Αν δεν ήταν τι; Θα με είχατε διώξει νωρίτερα; Δε θα με είχατε πάρει καθόλου; Τι; (παύση) Στην πραγματικότητα δεν έχω ταξιδέψει πολύ. (παύση) Κλείνω χιλιάδες εισιτήρια για άλλους. (παύση) Ήμουν έτοιμος να πετάξω για Βερολίνο. Έφτασα στο αεροδρόμιο και περίμενα. (παύση). Σκεφτόμουν τι να του πω όταν τον δω:
(αλλαγή φωτισμού)
Άρης Τι θα ήθελες να σου συμβεί; Μάρκος Να με θαυμάσουν. Ευγενία Να ζήσω ελεύθερη. Θάλεια Να με αγαπήσουν παράφορα.
Voice off Να προσέλθει το νο 11, παρακαλώ.
(σηκώνεται ο Μάρκος)
(αλλαγή φωτισμού)
ΜΑΡΚΟΣ «Στιγμιότυπο πρώτο» - 10 ετών ( Βρίσκονται στο υπόγειο του σπιτιού της φίλης του, μόλις έχει γίνει σεισμός) Φίλη (παίζουν πέτρα ψαλίδι χαρτί. Κερδίζει η φίλη.) Σειρά σου! Μάρκος Πάλι εγώ; Φίλη Έχασες! Μάρκος Ο δάσκαλος της φωνητικής μου απαγορεύει να φωνάζω/ Φίλη Βοήθεια!!!!!! (προσπαθώντας να ανοίξει την πόρτα) (παύση) Μάρκος Τίποτα. Φίλη Πόση ώρα έχει περάσει; Μάρκος 5 λεπτά Φίλη Η μαμά σου δε θα ‘χει πάρει χαμπάρι… Μάρκος Κι αν έπεσε το σπίτι μας και δε ζει πια; Ποιος θα με ψάξει; Φίλη Θα μας ψάξει η γιαγιά μου. Μάρκος Γαμώτο. Της μίλησα άσχημα. Φίλη Ο πατέρας σου που είναι; Μάρκος Ταξιδεύει. Φίλη Έτσι είπες και πέρσι που σε ρώτησα. Δεν έχει έρθει ποτέ;. Μάρκος Όχι, έχει πάει πολύ μακριά… Φίλη Ο μπαμπάς του Τάσου που είναι καπετάνιος, κάθε 9 μήνες επιστρέφει. Και έχει κι ένα σωρό φωτογραφίες στο σπίτι του. Εσύ δεν έχεις τίποτα. Όλο ψέματα μας λες. Μάρκος Δε λέω. Φίλη Λες. Και την άλλη φορά είπες στη δασκάλα ότι είσαι ορφανός για να τραγουδήσεις στην παράσταση, ενώ ήσουν καινούριος στο σχολείο. Μου πήρες τη θέση. Μέχρι να ’ρθεις εσύ ήμουν η καλύτερη. Μάρκος Σιγά! Φίλη Κι οι φίλες μου με κοροϊδεύουν επειδή κάνω παρέα μαζί σου. Μάρκος Τότε γιατί κάνεις; Φίλη Έχεις πλάκα… Μάρκος Κι εσύ. Φίλη Τελικά είσαι ορφανός; Μάρκος Δεν ξέρω. (κάνει ένα μικρό μετασεισμό. Τα παιδιά τρομάζουν, ο Μάρκος λίγο περισσότερο από τη φίλη του) Φίλη Φαντάζεσαι όλη η πόλη να έχει αδειάσει και να είμαστε οι μόνοι ζωντανοί; Μάρκος Σταμάτα!
Φίλη Και θα πάρουμε το αμάξι του μπαμπά μου και θα πάμε στο Λονδίνο. Μάρκος Κι άμα έχει καταστραφεί κι αυτό; Φίλη Τότε θα πετάξουμε. Μάρκος Κι άμα… Φίλη Έλα! (τον πιάνει από το χέρι) ( Η Φίλη και ο Μάρκος πιάνονται χέρι χέρι και τραγουδούν κάποιο τραγούδι από μιούζικαλ και χορεύουν αυτοσχέδια)
(σκοτάδι)
«Στιγμιότυπο Δεύτερο» - 20 ετών Μάρκος Ανέβηκα στη σκηνή. Έτρεμα ολόκληρος. Είχα προετοιμαστεί καλά. Πατούσα γερά στο τραγούδι. Όταν με ρώτησαν τον τόνο, είπα ρε μινόρε, ενώ το είχα μάθει σε λα και όταν άκουσα το πιάνο να παίζει, η φωνή μου δεν έβγαινε. Οι παλάμες μου ίδρωσαν, το στομάχι μου κόμπος και ζαλάδα. Τα πρόσωπα γύρω μου θολά, με κοιτούσαν με απορία. Άνοιξα το στόμα και προσπάθησα, η φωνή μου έβγαινε βραχνή. Άρχισαν να γελάνε. Δεν είμαι αστείος. Δε χαλαρώνω ποτέ. Η μάνα μου με έπρηζε «να είσαι δυνατός, να τα καταφέρνεις, μην αφήνεις τη σκέψη σου να…» Δεν το ήθελα. Μπορούσα και καλύτερα… Ο χρόνος μου τελείωνε. «Ο επόμενος παρακαλώ». Όταν πέρασα από δίπλα του μου είπε «δεν κάνεις για το χώρο, βρες κάτι άλλο να ασχοληθείς.» Τον κοίταξα στα μάτια. Καλά το ‘λεγε η μάνα μου ότι έχουμε τα ίδια μάτια. (αλλαγή φωτισμού)
Μάρκος Ποιό ήταν το αγαπημένο σου τραγούδι; (Η Θάλεια, ο Άρης και η Ευγενία τραγουδούν με τη σειρά 2-3 στίχους από ένα τραγούδι που θα επιλέξουν οι ηθοποιοί. Μπορεί να γίνει και απλή απαγγελία των στίχων.) (αλλαγή φωτισμού) Μάρκος Υπήρξαν και καλές στιγμές. Άρης Τα καλοκαίρια… Θάλεια Η βροχή… Ευγενία Η θάλασσα... Μάρκος Το παγωτό... Άρης Ξεκαρδιστικά γέλια… Ευγενία Ένα φιλί… Θάλεια Μια αγκαλιά…
(αλλαγή φωτισμού)
(η Θάλεια κρατάει ένα ποτήρι και ετοιμάζεται να πιει το νερό της «λήθης») Θάλεια Εσείς το ήπιατε; (παύση) Άρης Γνωριζόμαστε από κάπου; Ευγενία Έχω μια γλυκιά γεύση στο στόμα… Μάρκος Μυρίζει νυχτολούλουδο… Ευγενία Τι γλυκιά μελωδία… Άρης Και πόσο όμορφα χρώματα…
(Η Θάλεια διστάζει να πιει από το ποτήρι) Voice off Το νο 24 μπορεί να επιστρέψει. Ευχαριστώ!
(Η Θάλεια αφήνει το ποτήρι της και κοιτάζει το χαρτάκι της. Κουρδίζει το μουσικό κουτί της, οι υπόλοιποι παίρνουν τις αρχικές τους θέσεις, πεσμένοι στο σχήμα της κιμωλίας)
(σκοτάδι)
|