Σχετικά άρθρα
ΔΑΝΑΗ ΠΑΠΟΥΤΣΗ 2015 |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τρίτη, 22 Σεπτέμβριος 2015 15:10 | |||
Δανάη Παπουτσή
Η ταλαντούχα ηθοποιός και συγγραφέας με το αισθαντικό πρόσωπο και την έντονη σκηνική παρουσία, γεννήθηκε στην Αθήνα, φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου κι έχει παρακολουθήσει σεμινάριο Σκηνοθεσίας με τη Ρούλα Πατεράκη ενώ την έχουμε δει να ερμηνεύει απαιτητικούς ρόλους σε μια σειρά ποιοτικών παραστάσεων. Το 2006 απέσπασε Τιμητική διάκριση β' γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου «Βαγγέλης Κοτρώνης». Ήταν προτεινόμενη για βραβείο ερμηνείας Τρανς ρόλου από το Queer Theater Awards για το ρόλο της Βέρας, στην παράσταση «Σταγόνες πάνω σε καυτές πέτρες», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Πανάδη. Πολύ πρόσφατα ολοκλήρωσε τα γυρίσματα της ταινίας «Ηλέκτρες» σε σκηνοθεσία Ευτυχίας Ιωσηφίδου. Συμμετέχει στο «Αττικό Σχολείο Αρχαίου Δράματος» που οργανώνει η Μάρθα Φριντζήλα. Έχει εκδώσει το βιβλίο «Σε Αργή Κίνηση», το 2012 από τις εκδόσεις Κέδρος. Φέτος την απολαύσαμε ως Μαρτίριο στην παράσταση «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι, στο Βρυσάκι.
Η ηρωίδα που υποδύεσαι στην Μπερνάντα Άλμπα, η Μαρτίριο, είναι από τους πιο δύσκολους ρόλους του έργου εξ αιτίας κυρίως της διπλής φύσης της και των αντιφάσεών της. Ένα πλάσμα υποταγμένο στο σώμα του που το καταπιέζει από τη μία με τις επιθυμίες του κι από την άλλη με την εκ γενετής αναπηρία. Είναι αυτή που θα οδηγήσει την αδελφή της στην αυτοκτονία και την συντριβή. Πως βλέπεις αυτήν την ηρωίδα και με ποιο τρόπο την προσέγγισες; Η Μαρτίριο είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πλάσμα. Και είναι και η ηρωίδα που παίζει καταλυτικό ρόλο στην τελική έκβαση του έργου, ανοίγοντας ένα δεύτερο κύκλο πένθους, προτού καν ολοκληρωθεί ο πρώτος. Είναι ένα πλάσμα που πατάει με το ένα πόδι στον κόσμο τούτο και με το άλλο σε ένα δικό της κόσμο, τον οποίο θεωρώ πολύ κλειστό, απόμακρο, σκοτεινό και μυστηριακό. Κι αυτό λόγω και της αναπηρίας /ιδιαιτερότητάς της. Είναι ένα παιδί που έχει αναπτύξει άλλα φίλτρα, άλλες άμυνες και άλλα αντανακλαστικά απέναντι στη ζωή. Το γεγονός ότι βρίσκεται σε καθεστώς εγκλεισμού λόγω πένθους, όπως και οι υπόλοιπες αδελφές, με απόφαση της μάνας, ήδη διαμορφώνει μια στρεβλή πραγματικότητα για τα πράγματα γύρω της και σε αυτό έρχεται να προστεθεί, η ήδη δική της πολύ ιδιαίτερη οπτική για τον κόσμο. Είναι ένα παιδί με άλλες ταχύτητες, άλλες προσλαμβάνουσες και άλλα αντανακλαστικά σε σχέση με τις υπόλοιπες αδελφές. Δεν παύει όμως να είναι και ένα παιδί που θέλει να ζήσει, να διεκδικήσει την ελευθερία. Ζηλεύει, παρακολουθεί, κλαίει, υποφέρει, υπομένει, περιμένει, λέει ψέματα, λέει αλήθειες, αγαπά, ονειρεύεται. Προσπάθησα να προσεγγίσω και να κατανοήσω το νου, την ψυχή και το σώμα αυτού του παιδιού μαζί με τον Ένκε, με τα υλικά και τις πληροφορίες που μας δίνει το ίδιο το κείμενο, με μνήμες αναφορές και εικόνες που είχα ως παιδί από άλλα παιδιά με ιδιαιτερότητες, και με αναφορές από προσωπική εμπειρία ως παιδί με κάποιες επίσης συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες. Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων λειτούργησε λυτρωτικά για το ταξίδι μου ως Μαρτίριο στην παράσταση του Ένκε. Τι περισσότερο σου άρεσε στην σκηνοθεσία του Ένκε και τι σε δυσκόλεψε; Αγάπησα τις αφετηρίες του και όλες τις αναφορές του. Το ότι επέλεξε αυτή την παράσταση να την ανεβάσει στο συγκεκριμένο χώρο και όχι κάπου αλλού. Την ελευθερία που είχα στο να προτείνω, να δοκιμάσω, να προτείνει, δηλαδή την ύπαρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου. Μου άρεσε η οπτική του επάνω στο συγκεκριμένο έργο από την αρχή. Είχε ένα μαγικό τρόπο να μπορεί την ίδια ώρα που έβλεπε το ζόφο και το σκοτάδι του πένθους και του εγκλεισμού, ταυτόχρονα να μπορεί να βλέπει και μια κωμική πλευρά, μια χαλαρή στιγμή, μια αστεία στιγμή όλων αυτών των προσώπων, και να τις ξετρυπώνει με μαγικό τρόπο για να τις φέρει στο φως. Αγάπησα το γεγονός ότι μπόρεσε να συνδυάσει με απόλυτη ισορροπία το κωμικό με το τραγικό και μέσα από αυτή την οδό να φωτίσει ακόμα περισσότερο την τραγικότητα των προσώπων. Αυτός ο δρόμος με τα τόσα υλικά που μου δόθηκε απλόχερα από μεριάς του, δεν παύει να είναι εξαιρετικά δύσκολος ακριβώς γιατί θα πρέπει όλα αυτά τα υλικά για να υποστηριχθούν σωστά, να τα εμπιστευτείς, να τα κάνεις πολύ γρήγορα δικά σου, να τα φέρεις επί σκηνής ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό, χωρίς να φαίνεται ο κόπος. Και ενώ το οικοδόμημα στο οποίο ο Ένκε τοποθέτησε τις ηρωίδες, είναι απόλυτα ακριβές , ταυτόχρονα είναι ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ο ηθοποιός μπορεί να βρει φοβερές ελευθερίες. Δύσκολος και μαγικός ο συνδυασμός.
Μίλησε μου για τον ιδιόρρυθμο, ατμοσφαιρικό χώρο στο Βρυσάκι που αποτελεί έμπνευση για την σκηνοθεσία αλλά και ρυθμιστή της υποκριτικής. Το Βρυσάκι αποτελεί από μόνο του πράγματι, το ίδιο το σκηνικό μας. Είναι το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Θα μπορούσε να είναι αυτό το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Είναι ένα σπίτι με αυλή, υπόγεια, σκάλες, παράθυρα. Και ο Ένκε έκανε χρήση όλων των χώρων, εσωτερικών, εξωτερικών αλλά και του χώρου έξω από την αυλή, όταν ανοίγει η πόρτα για να βγει η Πόνθια με την άλλη υπηρέτρια για να μάθουν τι έχει συμβεί στο χωριό και έχει αναστατωθεί από φωνές. Υπάρχει αλληλεπίδραση με τους ήχους που έρχονται απ’ έξω προς τα μέσα, όπως ο ήχος από τις γύρω καμπάνες, το γάβγισμα ενός σκύλου. Είναι ένας χώρος επίσης που η απόσταση που μας χωρίζει από το κοινό είναι απειροελάχιστη. Είναι απόσταση αναπνοής. Αυτό το στοιχείο διαμορφώνει πολλά πράγματα. Σε ένα τέτοιο χώρο, λοιπόν, τόσο ζωντανό, τα αντανακλαστικά και η ετοιμότητα των ηθοποιών είναι πολύ διαφορετικά απ’ αυτά που θα είχαν αν η παράσταση ανέβαινε σε ένα κλειστό χώρο. Είναι ιδανικός χώρος για αυτό το έργο. Το σπίτι βρίσκεται στην Πλάκα.
Τι είναι για σένα η Μπερνάντα; Είναι ένα σύμβολο φασισμού, μια μάνα-δυνάστης, το κομμάτι μιας κοινωνίας που νοσεί και οδηγείται σε σήψη, αφού θυσιάζει τα πάντα προκειμένου να μην πουν κάτι οι άλλοι, ο κόσμος, η γειτονιά. Και επειδή δεν παύει να είναι μάνα, είναι και το πιο τραγικό πρόσωπο της ιστορίας. Έχει και εκείνη ρωγμές, αλλά τις προσπερνά, τις συνθλίβει. Κρατάει ένα τεντωμένο νήμα από την αρχή έως το τέλος, χωρίς καμία υποχώρηση, μέχρι που της σπάει στα χέρια. Και πάλι, ζητάει να γίνει σιωπή. Γιατί η πρώτη της λέξη στο έργο αλλά και η τελευταία, είναι η λέξη σιωπή! Κι ανάμεσα στις δυο σιωπές, όλα είναι ουρλιαχτό. Τι σημαίνει για σένα το θέατρο; Θα μπορούσες να ζήσεις χωρίς αυτό; Θα πω τι είναι για μένα θέατρο και είναι μια ψευδαίσθηση αρκετά ικανή να σε κρατήσει στη ζωή, είναι συνειδητό και ασυνείδητο μαζί, είναι τεχνική, διάλογος, ένας τόπος που μπαίνεις και συναντάς ίσως απαγορευμένα, είναι έρευνα, είναι ομαδικότητα, είναι τελετή, είναι παιχνίδι, ένας ολόκληρος άλλος κόσμος μέσα στον κόσμο. Όταν θα σταματήσω να ανεβαίνω στη σκηνή, τότε ναι, αυτό θα σημαίνει πως μπορώ να ζήσω και χωρίς όλα τα παραπάνω κι εκείνα χωρίς εμένα, φυσικά.
Τι πιστεύεις για την σύγχρονη δραματουργία στη χώρα μας; Η σύγχρονη ελληνική δραματουργία προχωράει με σχετικά αργούς ρυθμούς έχοντας ως τροχοπέδη μια εμμονή σε παρελθοντικές τακτικές. Υπάρχουν δείγματα γραφής που κινούνται σε ένα πλαίσιο μεταμοντερνισμού, και πειραματίζονται με κάποια μέσα πιο σύγχρονα χωρίς αυτή η προσπάθεια όμως να έχει μια κανονική ροή ώστε να μιλάμε για ένα έντονο και με στίγμα, ρεύμα. Άρα έχουμε προσπάθειες που όμως είναι αποσπασματικές. Πολύ καθαρή εικόνα δε μπορώ να έχω, διότι πολλά από αυτά που τώρα συμβαίνουν σε επίπεδο δραματουργίας είναι πιθανόν να δουν το φως πολλά χρόνια αργότερα, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην τέχνη και κάποια άλλα μπορεί να μην δουν καθόλου το φως, όσο εμείς είμαστε ζωντανοί, από επιλογή των ίδιων των δημιουργών τους. Υπάρχει κι αυτό, απ’ όσο μου επιτρέπεται να γνωρίζω προσωπικά.
Ποιες πιστεύεις πως είναι οι πιο «δραματικές» δυσκολίες όταν κάποιος ασκεί την τέχνη του θεάτρου στη χώρα μας; Το ότι βρίσκεται στο έλεος αν δεν είναι ενταγμένος κάπου, οπού τηρούνται ακόμα, έστω στο ελάχιστο κάποιες βασικές προϋποθέσεις, όπως το να πληρώνεται ο ηθοποιός όλο το διάστημα που κάνει πρόβες, γιατί το διάστημα αυτό είναι το διάστημα της εργασίας του. Η τέχνη του θεάτρου μοιάζει να μη αποτελεί εργασία στον τόπο αυτό. Όπως και οι υπόλοιπες.
Πως νομίζεις πως θα μπορούσε να ξεφύγει η χώρα μας από την παγίδα της Κρίσης; Δεν νομίζω πως μπορεί να ξεφύγει τώρα. Θα πρέπει να πάμε πολύ πίσω. Στα θρανία. Παιδεία, παιδεία, παιδεία. Δηλαδή πρόληψη. Παιδεία, δηλαδή όπλο και εφόδιο για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες συνολικότερα. Παιδεία που διαμορφώνει ανθρώπους βαθιά σκεπτόμενους και επί της ουσίας. Και όχι μια στείρα παιδεία, που εδώ υπάρχει και αλλού δεν υπάρχει καν ούτε και αυτή. Είναι πολύ βαθύτερα τα αίτια που οδηγούν μια κοινωνία σε τέτοιο μέγεθος και τέτοιες «ποιότητες» κρίσης . Οι αφετηρίες και οι ενάρξεις θα πρέπει να γίνονται από μέσα προς τα έξω. Και αυτό χτίζεται σιγά σιγά από τα πρώτα κιόλας βήματα. Για να μη νοσούν σε βάθος χρόνου οι κοινωνίες , να μην το επιτρέπουν, να το προλαβαίνουν.
Τι είναι για σένα η ελευθερία και τι η σκλαβιά; Θα απαντήσω με μια φράση του Καμύ, την οποία ενστερνίζομαι απόλυτα : «Η μοναδική ελευθερία που γνωρίζω είναι αυτή του πνεύματος». Ποιους ρόλους αγάπησες πολύ και γιατί; Όλοι οι ρόλοι είναι αγαπημένοι γιατί όλοι οι ρόλοι με φέρανε πιο κοντά σε κάποιες άλλες αλήθειες και άλλους κόσμους, πιο «άλλους» από τον μέχρι τώρα δικό μου, και μου δώσανε τη δυνατότητα να φλερτάρω μ’ αυτούς και να τους κάνω και δικούς μου. Κόσμους που τους θέλω, τους χρειάζομαι, τους μελετώ, τους οικειοποιούμαι και με οδηγούν σε μια πιο σφαιρική γνώση γύρω από τα πράγματα τον κόσμο και τους ανθρώπους. Αυτό μπορεί να στο προσφέρει και η ζωή, και συμβαίνει, μόνο που εκεί δεν υπάρχει καμία ομπρέλα, η ασφάλεια της θεατρικής διαδικασίας. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιους, δεν κρατώ χρονολογική σειρά, είναι πράγματι η Μαρτίριο, γιατί με έφερε πιο κοντά στον κόσμο των ανθρώπων που έχουν ιδιαιτερότητες, ψυχικές και σωματικές, και πιο κοντά στις περιοχές της τρέλας, η Βέρα, από τις ‘’Σταγόνες πάνω σε καυτές Πέτρες’’ του Φασμπίντερ, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Πανάδη γιατί με έφερε σε πιο στενή επαφή και άρα απόλυτη κατανόηση του κόσμου των Τρανς, ο έφηβος από την Παλαιστίνη στο «Ή Γάζα είναι…Μαθήματα επιβίωσης», σε σκηνοθεσία της Μάνιας Παπαδημητρίου γιατί ήρθα σε επαφή με το άγριο κομμάτι του πολέμου και με αληθινές ιστορίες παιδιών που ζουν και μεγαλώνουν ανάμεσα σε σφαίρες , και που κάποια δε ζουν πια, ο ρόλος της Ηλέκτρας στις «Χοηφόρες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία της Μάρθας Φριντζήλα, γιατί με έφερε πιο κοντά στον κόσμο ενός αρχέγονου πένθους. Και αγάπησα αυτούς τους ρόλους γιατί αγάπησα και τη διαδρομή με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Μου είναι πολύ πολύτιμο να δουλεύω ρόλους με ανθρώπους που εμπιστεύομαι με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό, ανεξάρτητα αν το αποτέλεσμα θα αγαπηθεί ή όχι από τον κόσμο. Ο έρωτας τι ρόλο παίζει στη ζωή σου και τι ρόλο στη ζωή της ηρωίδας που υποδύεσαι; Τον έχω ζήσει και αυτό είναι καλή τύχη. Θεωρώ πως αν τον έχεις ζήσει μια φορά τον έρωτα, ίσως δεν υπάρχει ανάγκη και λόγος να τον ζήσεις δεύτερη. Μετουσιώνεται το υλικό αυτό που σου αφήνει, γίνεται κάτι άλλο μέσα σου, εξίσου έντονο, και δείχνει και άλλους δρόμους. Αλλά αυτό που λέω και βιώνω, είναι μια πολύ-πολύ προσωπική άποψη και διαδρομή. Και ίσως και στάση ζωής. Αλλά γενικά αν με ρωτήσετε θα σας πω : Eρωτευτείτε, ερωτευτείτε, ερωτευτείτε! Η Μαρτίριο δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή με τον έρωτα, δεν έχει κάνει ποτέ της έρωτα, επομένως τον αποζητά και τον ψάχνει με μανία , όπως και οι άλλες αδελφές, με τα δικά της όπλα και τη δική της δυναμική, τον διεκδικεί με το δικό της τρόπο. Κάποια στιγμή, παραδέχεται ανοικτά στην Αδέλα και στον εαυτό της, σε μια πολύ ιδιαίτερη σεκάνς που τα πράγματα οδηγούνται προς το τέλος, ότι αγαπάει τον Πέπε. Εξαιτίας αυτής της παραδοχής λοιπόν, δε διστάζει όταν γνωρίζει πια ξεκάθαρα ότι ο Πέπε και η Αδέλα έχουν σχέση, να ξεστομίσει ένα τεράστιο ψέμα, το οποίο οδηγεί την Αδέλα στην αυτοκτονία.
Ποια είναι τα σχέδια κι οι προοπτικές για το μέλλον; Αμέσως μόλις τελειώσει η Μπερνάρντα Άλμπα, αρχές Οκτωβρίου δηλαδή, ξεκινάω πρόβες για το έργο FESTEN (Οικογενειακή Γιορτή) του Thomas Vinterberg , που θα ανέβει τον Ιανουαρίου στο Baumstrasse της Μάρθας Φριντζήλα, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Πανάδη. Και γράφω το δεύτερο βιβλίο.
|