Σχετικά άρθρα
ΓΚΟΛΦΩ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Τρίτη, 21 Ιούλιος 2020 10:02 |
Γκόλφω του Σπυρίδωνος Περεσιάδη
Στην αυλή της Μονής Λαζαριστών. Κερκίδες στρωμένες με αριθμημένα καθίσματα σε διάταξη που ορίζουν οι κανονισμοί του ΥπουργείουΥγείας. «Μασκοφόροι» θεατές,υποχρεωτικά. Είσοδος ανά δυάδες και με απόσταση ενάμιση μέτρου της μιας από την άλλη.Αξιέπαινη πειθαρχία. Πιο αξιέπαινη, η στάση ανθρώπων του Κ.Θ.Β.Ε στην τήρηση του «πρωτοκόλλου». Άψογη διαδικασία, εξαιρετικό αποτέλεσμα. Ο κορωνοιός«ελέγχει» την τέχνη. Η τέχνη τσακίζει τον κορωνοιό. Το υπαίθριο αμφιθέατρο, πλήρες. Στις 7 Μαρτίου είχα δει την τελευταία παράσταση. Ύστερα, κλείσανε οι πόρτες. Προληπτικά. Μέρες 133 χωρίς θέατρο. Η «Γκόλφω», που θα πει εγκόλπιον, φυλακτό ή κόσμημα «κρεμάμενον εκ του λαιμού προ του κόλπου», γλεντάει από τις 17 Ιουλίου τη νίκη της. Μετά μουσικής. Η μουσική ζωή κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους κινείται σε δυο επίπεδα. Αφ’ ενός υπάρχει η παραδοσιακή μουσική που συνεχίζει να καλλιεργείται απρόσκοπτα στην ύπαιθρο και αφ’ ετέρου οι μετακλήσεις ευρωπαϊκών μουσικών θιάσων στα νεαρά αστικά κέντρα. Με τον τρόπο αυτόν οι νεόκοποι αστοί έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τον ευρωπαϊκό μουσικό πολιτισμό. Οι πρώτες προσπάθειες για δημιουργία ντόπιας μουσικής και θεατρικής παραγωγής, καθώς και ο πόθος για εξευρωπαϊσμό θα οδηγήσουν στην δημιουργία του Αθηναϊκού τραγουδιού, του κωμειδυλλίου, της Αθηναϊκής επιθεώρησης και της οπερέτας. Η έλλειψη τεχνολογίας αποθήκευσης και αναμετάδοσης του ήχου μετατρέπει το θέατρο σε όχημα διάδοσης της μουσικής αφού μεγάλη μερίδα του κοινού πηγαίνει στο θέατρο για να ακούσει μουσική. Το ιστορικό Η "Γκόλφω" αφορά ένα βουκολικό δραματικό ειδύλλιο σε πέντε πράξεις. Γράφτηκε και πρωτοπαρουσιάστηκε θεατρικά στην Ακράτα, τον τόπο διαμονής του συγγραφέα, το 1893 από ερασιτέχνες. Πολύ σύντομα παραστάθηκε στις Αθηναϊκές σκηνές, στην υπόλοιπη ελληνική επαρχία αλλά και σε πόλεις του εξωτερικού με έντονο ελληνικό στοιχείο (Σμύρνη, Οδησσό, Παρίσι).Η απήχηση που γνώρισε το έργο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι μικροί θίασοι να το θεωρούν «Σωσίβιο των θιάσων», το έργο δηλαδή που πάντα θα εξασφαλίσει θεατές. Για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, μεταφέρθηκε λίγα χρόνια μετά και στον κινηματογράφο (1914). Στη δε περίφημη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος», το μπουλούκι -ήρωες σεργιάνιζαν στα χωριά της επαρχίας, ερμηνεύοντας την «Γκόλφω». Στον 20ο και 21ο αιώνα το έργο έχει ανεβεί στη σκηνή αρκετές φορές, διασκευασμένο ελεύθερα και με σημαντικές υπογραφές σε όλες τις προσπάθειες. Ξεχωρίζουν αυτές των Σίμου Κακάλα (2004 έως 2014) και Νίκου Καραθάνου (2013 έως 2016), που έδωσαν πνοή στο δραματικό ειδύλλιο και το απάλλαξαν από την ηθογραφία και το μελόδραμα, ανοίγοντας εκ νέου συζητήσεις για το σύγχρονο ανέβασμα του βουκολικού έργου. Αξίζει να μνημονεύσω και την επιθεώρηση της «Ελεύθερης Σκηνής» : «Μια ζωή Γκόλφω», όπου τα μορφωμένα παιδιά εκείνης της θεατρικής πρωτοπορίας με αισθήματα αγάπης, είχαν προσπαθήσει να σατιρίσουν την εμμονή του αστικού γούστου και, ως εκ τούτου, του εγγενούς μας επαρχιωτισμού στα παρωχημένα δείγματα του ποιητικού ρομαντισμού με πρότυπο την «Γκόλφω». Φέτος, το Κ.Θ.Β.Ε επιχειρεί μια ακόμη παράσταση, με νέα της ανάγνωση από τον «πρωτομάστορα» Χρήστο Παπαδημητρίου και εγκαινιάζει με το έργο αυτό την νέα περίοδο παραγωγών, μετά τον αναγκαστικό αποκλεισμό κάθε θεάματος, λόγω πανδημίας. Το έργο Το βουκολικό δράμα του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, είναι ένα από τα εμβληματικότερα έργα του νεοελληνικού θεάτρου και αρχέτυπο του εγχώριου μελοδραματισμού. Αναφέρεται σ' ένα προδομένο έρωτα με τραγική κατάληξη που εκτυλίσσεται σε ορεινό ελληνικό χωριό του 19ου αιώνα. Η «ηθογραφία» είναι μια παρεξηγημένη θεατρική και λογοτεχνική τάση. Στην πραγματικότητα η «Γκόλφω» και ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» την υπερβαίνουν αφού δημιούργησαν έγκαιρα ιθαγενές νατουραλιστικό θέατρο και μάλιστα ποιητικό. Η φτωχή και ορφανή Γκόλφω, μια όμορφη βοσκοπούλα που ξενοδουλεύει υπηρετώντας τον τσέλιγκα Ζήση, γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια ενός παλικαριού της περιοχής, του βοσκού Τάσου. Κι ενώ την πολιορκεί το αρχοντόπουλο της περιοχής, ο Κίτσος, εκείνη αρνείται τις προτάσεις του και παραμένει πιστή στους όρκους αγάπης που έχει ανταλλάξει με τον Τάσο. Οι δύο νέοι αρραβωνιάζονται και ετοιμάζονται να παντρευτούν, όταν ο Τάσος δέχεται πιεστικά προξενιά για την εξαδέλφη του Κίτσου και κόρη του τσέλιγκα, Σταυρούλα. Παρά την αρχική του άρνηση, ο Τάσος τελικά δελεάζεται από τη μεγάλη προίκα της Σταυρούλας και χωρίζει την Γκόλφω. Η νεαρή κοπέλα απελπίζεται, χάνει τα λογικά της και καταριέται τον Τάσο. Εκείνος κλονίζεται από το μεγαλείο του έρωτά της, αλλάζει γνώμη και τρέχει στο κατόπι της, αλλά είναι αργά. Η Γκόλφω έχει φαρμακωθεί και ξεψυχά στα χέρια του. Ο Τάσος αυτοκτονεί στο πλευρό της. Η παράσταση Πρόκειται για την πρώτη παραγωγή του φορέα μετά τις απαγορεύσεις λόγω του φονικού ιού, η οποία φέρνει ξανά τους θεατές στην αυλή του. Εδώ, ο Χρήστος Παπαδημητρίου και οι συνεργάτες του δούλεψαν με μεράκι, κέφι και γνώση και χαρίζουν απολαυστικές σκηνές στο κοινό. Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος διατηρείται αυτούσιος στις καθοριστικές στιγμές των συγκρούσεων που επιλέχτηκαν να παρουσιαστούν. Όμως, ο Παπαδημητρίου μένει στο μελόδραμα. Επιλέγει να σηκώσουν πέντε ηθοποιοί( και ο ίδιος) όλους τους ρόλους. Πιθανώς για λόγους οικονομίας ή, έστω, άποψης. Δίνει την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους οι υποκριτές κι εκείνοι το καταφέρνουν πολύ καλά. Τα σκηνικά, μια ιτιά κλαίουσα αλλά ανθισμένη παράταιρα και ξύλινες κατασκευές που εξυπηρετούν χώρους και δράση. Ένας άνθρωπος – ορχήστρα, ο Μανόλης Σταματιάδης , παίζει ζωντανά στη σκηνή πνευστά, και κρουστά όργανα, ακορντεόν και συνθεσάιζερ. Αρχικά εμφανίζονται οι ηθοποιοί ως περιοδεύων θίασος, ένα μπουλούκι που σταματά σε ακαθόριστο σημείο και καλεί με μια κουδούνα τον κόσμο να δει την παράσταση. Στη συνέχεια αυτό το σκηνοθετικό εύρημα ξεφτίζει μέχρι που χάνεται ολωσδιόλου. Μένει όμως ο λόγος. Φράσεις στεφανωμένες από ιδιωματισμούς επαρχίας που εντυπωσιάζουν και συγκινούν, ενισχύοντας αναλόγως τη φόρτιση στη σκηνή και στην πλατεία. Θα ήθελα να έβλεπα στο φινάλε το «μπουλούκι» να συμμαζεύει ό,τι άπλωσε. Να συζητούν τα μέλη του θιάσου, όπως ακριβώς έκαμαν στην έναρξη. Δεν το ήθελε ο σκηνοθέτης. Ας είναι. Στην πυκνότητα των σκηνών που προωθούν την εξέλιξη του έργου, η παρεμβολή του αφηγητή- κομπέρ Θάνου Φερετζέλη, ως μεταμπρεχτικού σχολιαστή,στοχεύει το πλαίσιο της ψευδαίσθησης και ταύτισης του θεατή, σχολιάζει και ασκεί κριτική,τόσο σε ζητήματα ήθους των προσώπων, όσο και ύφους της παράστασης. Αεικίνητος, σκαμπρόζος και χιουμορίστας. Ο δοκιμασμένος στο μουσικό θέατρο Φερετζέλης, διαθέτει εξαιρετική άρθρωση, ωραίο μέταλλο φωνής, πλήρη έλεγχο εκφραστικών μέσων. Πολύ καλός και ο «Κίτσος» του Δημήτρη Μορφακίδη, ένας ηθοποιός-παρακαταθήκη για το ΚΘΒΕ, αξιόπιστος και μετρημένος, με πλούσια προυπηρεσία στο σανίδι και με εντυπωσιακούς ελιγμούς από ρόλο σε ρόλο. Άρεσε ιδιαίτερα η Χρύσα Τουμανίδου ως Γκόλφω, επειδή καταφέρνει να κρατήσει την ευαισθησία, τον ρομαντισμό, τη συγκίνηση της ηρωίδας, ακόμα και στο τραγούδι της. Μελίρρυτη φωνή, ιδανική ερμηνεύτρια ως «θύμα» ανεκπλήρωτου έρωτα. Ο Χρήστος Παπαδημητρίου και η Δάφνη Λαμπρόγιαννη υπηρετούν φιλότιμα τους ρόλους τους. Το μουσικό μέρος με την δυτικότροπη απόδοση των στίχων, που έγραψε ο σκηνοθέτης και διασκευαστής για το μελόδραμα, αποστασιοποιείται από το κλασσικό ύφος τής παράστασης και ο ήχος, η απόδοση, εξοστρακίζουν την παράδοση. Σαφώς είναι σκηνοθετική άποψη, υποθέτω ως σύγχρονη πινελιά στο βουκολικό κορμό. Το αυτό συμβαίνει και στα καλαίσθητα κοστούμια της Μαρίας Καβαλιώτη. Φουστανέλες και γιλέκα, φαρδομάνικα πουκάμισα φορεσιάς του λόγκου και του κάμπου, αλλά και παντελόνες και εσάρπες. Με εντυπωσίασε το εύρημα με τον περιφερόμενο από τους ηθοποιούς, frozen προβολέα. Έξυπνη ιδέα, στιγματίζει καίριες σκηνές της δράσης και δίνει την αίσθηση έργου μέσα στο έργο σαν να παρεμβάλλεται μια «κινηματογραφική» σεκάνς. Μια συμπαθητική παράσταση, έντιμη στις προθέσεις της με πολλά συν και μερικά πλην, που αξίζει όμως τον κόπο να την παρακολουθήσετε. Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία: Χρήστος Παπαδημητρίου Παίζουν: Δάφνη Λαμπρόγιαννη (Αστέρω, Ζήσης, Σταυρούλα, Άγγλος περιηγητής, Χορός), Δημήτρης Μορφακίδης (Κίτσος, Θανασούλας, Αγωγιάτης, Χορός), Χρήστος Παπαδημητρίου (Τάσος, Χορός), Χρύσα Τουμανίδου (Γκόλφω, Χορός), Θάνος Φερετζέλης (Δήμος, Γιάννος, Άγγλος περιηγητής, Γιαννούλα, Χορός) Μουσικός επί σκηνής: Μανόλης Σταματιάδης Μονή Λαζαριστών (Αύλειος χώρος)
|