ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑΝ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ (ΠΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ) |
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2011 17:20 | |||
ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑΝ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΠΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
« Ο μόνος σκοπός που έχει στη ζωή της η πεταλούδα τού μεταξοσκώληκα είναι η αναπαραγωγή τού είδους. Στη διάρκεια τής ζωής της, δηλαδή για δύο εβδομάδες, ούτε τρώει ούτε πετάει. Το μόνο που κάνει η εντυπωσιακή Bombyx mori είναι να γεννάει αβγά, από τα οποία βγαίνουν προνύμφες λεπτές όσο οι τρίχες των μαλλιών: οι απόγονοι αυτοί είναι τόσο ελαφρείς, που από μια ουγκιά αβγά μπορούν να βγουν μέχρι και σαράντα κάμπιες. Αμέσως μόλις γεννηθούν, οι κάμπιες αρχίζουν να τρώνε λαίμαργα. Το μόνο τους γεύμα είναι τα φύλλα της άσπρης μουριάς, οι κλαδεμένοι κορμοί των οποίων υψώνονται σαν ακίνητοι σκελετοί γύρω γύρω σε όλα τα χωράφια του Χοτάν…. Μέσα σε πέντε εβδομάδες ακατάπαυστου ταΐσματος καταβροχθίζουν τροφή τριάντα χιλιάδες φορές περισσότερη από το βάρος που είχαν όταν γεννήθηκαν. Ο θόρυβος από τα ασταμάτητα σαγόνια τους μοιάζει με το θόρυβο της βροχής. Εδώ και αιώνες οι Κινέζοι έχουν καταλάβει ότι το χρώμα που έχουν τα μπροστινά πόδια τους φανερώνει την απόχρωση που θα έχει το μετάξι που θα βγάλουν. Απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας, ξαφνικοί θόρυβοι ή μυρωδιές τις ταράζουν πάρα πολύ και μπορεί να πεθάνουν. Όμως ύστερα από ένα μήνα ο μεταξοσκώληκας έχει πολλαπλασιάσει το βάρος του κατά τέσσερις χιλιάδες φορές κι έχει γίνει ένα παραφουσκωμένο μικρό μπαλόνι, με το δέρμα τεντωμένο σα τύμπανο κι ένα μικροσκοπικό κεφάλι στην άκρη. Τότε ξαφνικά, και ενώ το σώμα του έχει αποκτήσει ένα διαφανές κρεμώδες σώμα, ο μεταξοσκώληκας σταματάει να τρώει. Για τρεις ημέρες το μελλοντικό μετάξι ρέει από τους σιελογόνους αδένες σαν δύο άχρωμες κλωστές που ενώνονται στιγμιαία σε μία, την οποία τυλίγει γύρω από το σώμα του με μια παράξενη κίνηση του κεφαλιού του που μοιάζει να σχηματίζει τον αριθμό 8. Ακόμα και όταν ο μεταξοσκώληκας έχει κλειστεί ολόκληρος μέσα στο κουκούλι του, μερικές φορές ακούγεται να υφαίνει. Τότε ακολουθεί το « μεγάλο ξύπνημα », όπως λένε οι Κινέζοι. Επί δώδεκα ημέρες η χρυσαλλίδα παραμένει ακίνητη με τα φτερά και τα πόδια διπλωμένα στο στήθος. Ύστερα ξυπνάει, σπάζει το κουκούλι και ξεπετάγεται προς το φως» Colin Thubron Στη σκιά του δρόμου του μεταξιού Μτφρ: Αθανάσιος Ζάβαλος Εκόσεις: Πάπυρος
Τι συμφέρει στον άνθρωπο Να πάσχει, να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές από μια μοίρα που τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος ή να επαναστατεί. Σέξπιρ ΑΜΛΕΤ Εκδόσεις Κάκτος
« Το ξύπνημα της φαντασίας είναι από μόνο του μορφή σωτηρίας »
William Blake
« Κούφον γαρ χρήμα ποιητής έστιν και πτηνόν και ιερόν…..» Πλάτωνος ΙΩΝ
Τα πρόσωπα του έργου:
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ : Ορειβάτης απλής ορειβασίας και πεζοπορίας ΙΜΕΡΙΑ : Φίλη της Γαίας ΓΑΙΑ : Φίλη του Χιονιστή ΝΙΟΠΗ : Φίλη της Γαίας ΧΟΡΟΣ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΑΕΡΙΚΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Ο Χιονιστής κατάγεται από τα μεγάλα βουνά. Είναι ορειβάτης απλής πεζοπορίας και ανάβασης. Φορτώνεται το σακίδιό του, τα ειδικά παπούτσια του, παίρνει την παρέα του και φεύγει να κατακτήσει μια βουνοκορφή. Είναι 43 ετών. Είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα μεγάλα βουνά, αναζητώντας την ομορφιά και την αλήθεια, γι’ αυτό έχει παράξενη προφορά. Φοράει πάντα ρούχα λευκά. Ο Χιονιστής είναι όλες οι φωνές εκείνες που θα ήθελαν να μιλήσουν, να ουρλιάξουν, αλλά είναι αποκλεισμένες. Έχει ένα σημάδι στο πρόσωπο. Η Γαία είναι 50 ετών. Διαθέτει φυσική ομορφιά και μια αρχαία λάμψη από αξιοπρέπεια. Φοράει την κάπα της μέχρι τα μαλλιά. Νιώθει πληγωμένη και εξαντλημένη. Κουτσαίνει. Η Ιμέρια είναι 25 ετών. Ο πόθος κάθε αρσενικού. Το ίδιο και η Νιόπη, μόνο που είναι 3 χρόνια μικρότερή της. Εργάζεται σε εταιρεία………... Η Νιόπη είναι γιατρός και μέλος των « Γιατρών του Κόσμου ». Είναι μόνιμοι θαμώνες στο Μπαρ του Φουαγιέ Θεάτρου ‘‘ 1.000 Διψασμένα Σκυλιά ’’.
Δεν μ’ αρέσουν οι σκηνικές οδηγίες αλλά τελικά είναι απαραίτητες. Μόνο τον Χιονιστή φαντάζομαι ντυμένο με κάπα λευκή πάνω στο πάλκο, με σκεπασμένο το κεφάλι του. Το πρόσωπό του ξεχωρίζει ελάχιστα και με την παγκόσμια λύπη στο βλέμμα του, το ψυχρό πρόσωπο, τον φαντάζομαι να εξομολογείται ή να καταθέτει, όπως τον πιτσιρικά στην προειδοποιητική διαφήμιση της Greenpeace. Βράδυ. Ένα ψηλοτάβανο φουαγιέ θεάτρου πεφωτισμένο. Διαθέτει πάλκο για ποιητικό και θεατρικό αναλόγιο. Ένα στενό και μακρύ παράθυρο ψηλά στον τοίχο. Βρέχει συνέχεια. Οι θαμώνες πίνουν και καπνίζουν. Στο βάθος δύο πόρτες W.C. Μπαίνουν ένας άντρας και τρεις γυναίκες. Δείχνουν ανήσυχοι και τρομαγμένοι, ενώ κάποια κουτσαίνει. Στο μπαρ δυο τύποι, αμέριμνοι διαβάζουν εφημερίδα.
ΘΑΜΩΝΑΣ Α: Γράφει για απόπειρα ληστείας ή έκρηξη βόμβας ; ΘΑΜΩΝΑΣ Β: [ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ] Άγνωστος άντρας- περίπου σαραντάρης φορώντας λευκή κάπα εθεάθη λίγα λεπτά πριν το συμβάν έξω από.....1 ΘΑΜΩΝΑΣ Α : Βάζω στοίχημα ότι υπάρχουν αρκετοί που θα ήθελα να του μοιάσουν. ΘΑΜΩΝΑΣ Β: Λες; ΘΑΜΩΝΑΣ Α: Δεν ξέρω. Κοίτα εδώ, λέει ότι ο Εμίρ Κουστορίτσα γύρισε ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή τον Μαραντόνα. ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Εμένα μ’ αρέσει ο Ζιντάν. ΘΑΜΩΝΑΣ Α : Γιατί; Είναι καλύτερος τριπλαδόρος από τον Ντιέγκο; ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Είναι καλύτερος μπαλαδόδος! ΘΑΜΩΝΑΣ Α : Ναι, αλλά ο Μαραντόνα έχει κερδίσει ένα ολόκληρο Μουντιάλ, δεν ξέρω αν το θυμάσαι, ή αν η άνοια σ’ έχει χτυπήσει στο τμήμα τού εγκεφάλου σου που λέει ποδόσφαιρο, σ’ εκείνο το φοβερό αγώνα ‘‘ Αργεντινή – Αγγλία ’’, με το ‘‘ μαγικό χέρι του θεού ’’ ενώ ο Ζιντάν στον τελευταίο του αγώνα, κουτούλησε σαν αγελάδα τον ιταλό παίκτη, αποβλήθηκε, έχασε και τον αγώνα. ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Τα παραλές! Τι λέει για τους άντρες που κλαίνε σαν μωρά; ΘΑΜΩΝΑΣ Α : Είναι για την ταινία « Πολλοί νεκροί για μια κηδεία » ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Και τι λέει αυτή η ταινία; ΘΑΜΩΝΑΣ Α : Μιλάει για το θάνατο ενός νεαρού∙ για τον καταραμένο κόσμο μας, για τον πραγματικό κόσμο. ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Ούτε νεκρός δεν θα ’βλεπα την ταινία. ΘΑΜΩΝΑΣ Α : Γιατί; Τι σ’ έπιασε; ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Δεν ξέρω! Μάλλον μ’ ενοχλούν οι θάνατοι νεαρών ανθρώπων. Το διαπίστωσα σε μια κηδεία ενός....... Άστο καλύτερα.
Μικρή σιωπή
ΘΑΜΩΝΑΣ Α : Τι λες; Να μιλήσουμε για ότι συνέβη εχθές το βράδυ; ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Κερνάω τα δεύτερα. Μπάρμαν!
Θαμώνας στο μπαρ, 1ος Χορικός Μιλάει για τον Χιονιστή
Φορώντας την Κάπα του Λευκή σαν το Χιόνι Και Ορειβατικά Παπούτσια Φορτωμένος Σακίδιο και άλλα Ορειβατικά Υλικά Ανεβαίνει τις Κορφές των Βουνών Αγριοκάτσικο με Σκοπό να τις Κατακτήσει Για να Υμνεί τη Ζωή που του Δόθηκε Και τη Γενιά που Άφησε Πίσω του Σαν Ένα Ορμητικό, Παγωμένο Ποτάμι Αετούς να Μετεωρίζονται Ψηλά πάνω απ’ τα Βράχια Ασημένιες Νεφέλες να περνούν μια Παράξενη Δύση Ράχες που Κρύβουν Ιστορίες Ανδρείων Και Μυρωδιά της Βανίλιας, του Μόσχου, της Κανέλας
Θαμώνας στο μπαρ, 2ος Χορικός
Είναι ο Ποιητής ο από Καιρό Θρεμμένος σ’ Αυτήν Εδώ τη Σκηνή Είναι Εικόνα, Λόγος, Μουσική, του Σύμπαντος Έλξη Ο Ήχος Τρεχούμενων Νερών από Τριβές Δορυφόρων Θρόισμα Φύλλου απ’ την Ηχώ Γλυκών Νοτιάδων Νυχτόβιο Πλάσμα που Ξεκουράζεται μέχρι να Πέσει ο Ήλιος Ν’ Αναζητήσει Τροφή από Φρούτα, Έντομα και Καρύδια Είναι Φωνή της Αντίστασης που δεν Αναπαύεται σε Μόνιμη Κατάσταση Είναι η Θλίψη Αρχαίων Ναών και Αγαλμάτων Που σε Φυσική και Περήφανη Στάση Πεθαίνουν Είναι Μελτέμι, Κυπαρίσσι, Καλαμιά Ζαρκάδι, Αέρας και Νιφάδα Χιονιού Αστιφή του Βουνού με Αψιά Μυρωδιά Που Κατεβαίνει τους Σκληρούς Λόφους των Ανθρώπων Αναλαμπές υπό το Βάρος των Ακτίνων τού Ήλιου Σημάδι ότι οι Μέρες Τραβάνε Μπροστά Και η Ζωή Δεμένη με Χοντρά Σχοινιά Συνεχίζεται
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ ( Στην Οθόνη προβάλλoνται: Η γαλάζια σφαίρα τής Γης όπως φαίνεται από δορυφόρο, τοπία, πρόσωπα από πόλεις και χωριά τού πλανήτη).
Μετά από πολλές απόπειρες καταφέρνει να περιγράψει τ’ όνειρο ενός μυθικού κόσμου που είδε την προηγούμενη νύχτα.
Από Εδώ Επιθυμώ Σήμερα να Μιλήσω Για Ένα Γερόλυκο Ήλιο που Ψάχνει Δαιμόνιους Ποιητές Οι Ακτίνες του Φτάνουν Μέχρι τα Παράθυρα Να Καταμετρήσουν Καθημερινές Απώλειες Και Απλήρωτους Λογαριασμούς στο Τραπέζι Με Μάτια Κλειστά οι Αισθήσεις Ξυπνάνε
Ανοίγουν σαν Βρασμένα Μύδια στον Φούρνο Να Φτιάξω ένα Κόσμο Μυθικό Ζητάω Στης Φαντασίας το Πέλαγος Χτίζω μια Πόλη Οι Λέξεις μου Φτιαγμένες από Ονείρου Χαρτί Καλούν το Αρχαίο Τραγούδι των Βουνών και των Λόφων Και το Άρωμα που Βγάζουν τα Δένδρα Όταν Πέφτει πάνω τους με Βία ο Άνεμος Και σαν Προβοσκίδες Τινάζονται στο Αχανές Τοπίο Μα Αργεί ακόμα η Αυγή και πρέπει να Βιαστώ
ΓΑΙΑ
Τον Έχω Ακουστά Αυτόν τον Κόσμο· μα δεν τον Πιστεύω Ποιό Νέο Κόσμο Θέλεις Ωραιότερο; Αλήθεια Εσύ Είσαι Αυτός που Φτιάχνει Άλλους Κόσμους Μυθικούς ; Ποιός Παράξενος Άντρας Είσαι Χιονιστή; Λέγε! Και γιατί με τέτοια Αλλόκοτα Λόγια Μιλάς;
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ Έχεις τα Χάλια σου, το Ξέρεις; Γιατί Αναστενάζεις Γαία; Πόσα Βάσανα και Πίκρες έχουν Περάσει πάνω σου; Πόσες Ιστορίες Κρύβεις στο Κορμί σου ; Ίσως τα πιο Σκληρά δεν Είδες Ακόμα Και να σε Συμπονέσω δεν Μπορώ Έχω κι Εγώ Δικά μου Φορτία να Σκεφτώ Και Ήρθα Μονάχος με τις Πληγές μου Ανοιχτές Αγρίεψαν’ οι Μέρες Φέρνοντας κι Άλλες Δυσκολίες Μέχρι Πού θα Αντέξουμε;
ΙΜΕΡΙΑ
Τέτοιες Κρίσεις τον Τυραννούν Συχνά Συχνά, πολύ συχνά Χιονίζει στα Όνειρα των Ανθρώπων Σε άλλους έχει Ζέστη, Αφόρητη Ζέστη Και Χρειάζονται Κλιματιστικό Ονείρου
Τι να πω; Δεν Ξέρω με τι Λόγια ν’ Αρχίσω Μέσα σε τι Κόσμο ο Έρωτας Ζει; Ποιάς Μοίρας το Κάλλος Ωφελεί την Ανάγκη; Ποιά Μητέρα σε Γέννησε Χιονιστή, μέσα σε Χάδι Ζεστό Μέσα σε Λευκά Σεντόνια και Κουβέρτες; Από Μακριά πόσο Όμορφη Φαίνεται Η Σιωπή καθώς ανατέλλει ο Ήλιος Που Γαληνεύουν τα Νέφη ενός Ορίζοντα Φιλικού Και Αρχίζουν Κύματα Φωτός να Κατακτάνε Χορογραφίες μιας Φάσης Πρωινού με Τραγούδια Φωτόνια Μέσα μου Σκάβουν τη Σάρκα Και Αναδύονται Λάμψεις ενός Κόσμου, που….. Φοβάμαι
ΝΙΟΠΗ
Είμαι η Γυναίκα που Αγάπησες με Πάθος Χιονιστή Κι Εγώ Πρόδωσα τη Χαρά σου Είμαι το Θερμό Φιλί που Κάθε Γυναίκα Μέσα της Κρύβει Δεν Βλέπεις πως κι Εγώ Μέσα μου Στενάζω Και οι Λυγμοί μου Γίναν’ Βαριά Σιωπή, Θρήνος και Μοιρολόι; Είμαι το Δάσος που Παράγει Οξυγόνο Σε Ανδρικούς Πνεύμονες που το ’χουν Ανάγκη Είμαι η Ζεστασιά, το Ξύλο που Καίει
Των Ποιητών τα Μάτια Τυφλώνω Tο Φαρμάκι που Στάζει σε Απιστίας την Πίστη Σε Φλεγόμενο Τροχό ο Περιστρεφόμενος Ιξίων Το Πνεύμα Ονείρων που Αναστατώνει Όταν Χιονίζει Βαριά στην Καρδιά μου
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ (Στην Οθόνη ξετυλίγεται ένας καινούργιος κόσμος )
πρωί ( Ο Χιονιστής καλεί τα πνεύματα για να φτιάξει τον μυθικό του κόσμο )
Μέσα στο Κρύο Πρωινό της Μέρας Που Ξεπροβάλλει Δειλά στο Αχνό Ψιλόβροχο Και με Βάμμα Ιωδίου Σπατουλαριστό στις Παρυφές του Και οι Ακτίνες να Λάμπουν σαν Σκουριασμένοι Σωλήνες Είδα την Αλήθεια του Κόσμου και την Παγωμένη Περιφορά της Γης Όμως Μπροστά σε Όλα Αυτά Αλήθεια Τι άλλη Επιλογή Έχω πάνω σε αυτόν τον ‘‘ δαγκωμένο ’’ Σαν Μήλο Πλανήτη, εκτός από την Υποχρέωση να Ζήσω Ενάντια σε Όλους τους Νόμους της Αγοράς Και τις Προμήθειες των Υπεραγορών Τροφίμων Γι’ αυτό λοιπόν Καλώ του Ανέμου το Φύσημα Ζαρκαδιού Ομορφιά, Κρύο Νερό και Μάτι Πηγαδιού Ορεσίβιου Που Δροσίζει το Πέπλο Παιδικών Ονείρων Τους Καλούς Δαίμονες των Ποιητών Καλώ Που Χαράζουν Στίχους πάνω σε Τοίχους της Πόλης Και Φαίνονται σαν Φωτεινά Τεντωμένα Σχοινιά Να με Βοηθήσουν ένα Κόσμο καινούργιο να Φτιάξω Κι ύστερα με Αξιοπρέπεια να πάω να Ζήσω
ΙΜΕΡΙΑ
Τέτοιο κόσμο Χιονιστή Ονειρεύεσαι; Με Συγκινείς! Τι Βλέπεις στα Κλειστά σου τα Μάτια;
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ
Ονειρεύομαι πως Είμαι ποιητής Μητροπόλεων Και Γράφω Τραγούδια για των Γλάρων το Πέταγμα Για τα Νούφαρα Λίμνης και την Νηνεμία τού Πελάγους Γράφω με Λέξεις που Κόβουν το Ατσάλι Και Σηκώνω τα Τρένα σε Υπεραγώγιμο Ύψος Δίνω το Πρόσταγμα σε Κωπηλάτες Αρχαίους Και Στέλλω το Φως σε Γειτονιές που Παίζουν Παιδιά
ΓΑΙΑ
Ποιός Είσαι Εσύ που με τόση Έπαρση Ζητάς Στους Στοχασμούς μου Μέσα να Μπεις; Μάταιος Κόπος Χιονιστή! Από Μένα Καλύτερο Κόσμο δεν Φτιάχνεις Είμαι το Τραγούδι Ρημαγμένων Δασών Αγέλες Αγορών το Θανάσιμο Βέλος Μέσα μου Ζούνε Ερπετά τής Ανάγκης Θηρευτές με Ισχυρό Νόμο στο Χέρι Είμαι η Γέννηση, η Χωμάτινη Έλξη Θανάτου Η Γλυκιά Ηδονή που Ανθίζει τις Νύχτες
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ
Δεν θα’ ναι Εχθρός ο Νέος Κόσμος που θα Φτιάξω Από τον Κόσμο μου Πιότερο Όμορφη δεν Είσαι Γιατί Είσαι από τα Ίδια Υλικά Φτιαγμένη Τουλάχιστον Έκανα την Προσπάθεια Κι ας Πάνε οι Κόποι μου όλοι Χαμένοι Η Προσπάθεια είναι Το Ταξίδι Ποιός Ξέρει τι Νέα Πράγματα το Αύριο θα Φέρει; Να Έρθει ή να Μην Έρθει το Αύριο; Ποιός Διάολος Μπορεί ν’ Απαντήσει ;
ΓΑΙΑ
Τα Έργα των Ανθρώπων δεν Ορίζονται Χιονιστή Πάντα Ακολουθώ την Τροχιά τού Ήλιου Έδωσα Μάχες και τις Έχασα Αιώνες Τώρα με Κτυπούν οι Συμφορές Οι Αρρώστιες Τρώνε τη Σάρκα μου Το Σώμα μου κι Όλα τα Μέλη μου Η Σιωπή Κατακάθισε σαν Σκόνη Μέσα μου Χειμώνες Άγριοι Ερήμωσαν τις Πεδιάδες μου Και στα Πόδια μου Σέρνονται οι Επιθυμίες Θα ’ρθουνε Μέρες Δύσκολες Δίχως Κανένα Πουλί στον Ουρανό Που νά ’βρω όμως της Ζωής το πιο Γλυκό Τραγούδι; Που ’ναι Ένα Χάδι Μητρικό να ’ρθεί Κρυφά Να με Σκεπάζει τις Κρύες Νύχτες για να Ζεσταίνομαι ; Που νά ’βρω Λόγια Παρηγοριάς Κουράγιο να μου Δώσουν;
Αλλά Πρόσεξε Χιονιστή μην στο Τέλος Πληγωθείς Έχω και Μέρες Ηλιόλουστες, Γαλάζιες Θάλασσες Ψηλά Βουνά με Ράχες που Κρύβουν Ιστορίες Ανδρείων Μυρωδιά τής Βανίλιας, τού Μόσχου, τής Κανέλας Οσμή Βατομουριάς, Αετού το Πέταγμα Αισθήσεις που Ανάβουν με Γυναικείο Χέρι Σε Έναστρες Νύχτες που Διψάνε για Πόθο
Άκου………………
Τι Όμορφος που είναι ο Κόσμος όταν έχει
Αυγές Οξύθυμες στου Ήλιου τα Βήματα Βιογόνα Γονίδια, Βουστάσια Ύλης Γλαυκούς Ουρανούς με Νύμφες Γαστέρες Διάπυρες Φλέβες, Πουρνάρια και Λόγγους Τον Άνεμο Ζέφυρο που Φυσάει σε Ψάθινα Καπέλα Ηλίανθους Άμωμους με Ύμνους Αγίων Θαλλοφόρους Σωλήνες και Θωπείας το Άσπρισμα Ισημερίες Μαρτίου, Ηλιοστάσια Ιουνίου Καλντερίμια Φρεσκοβαμμένα σε Νησιά Μικρά Λάβρους Εραστές, Φλογερούς και Ραγδαίους Μελισσοβότανο, Δεντρολίβανο και Λάμψη Μαρμαρυγής Νηπενθής Νεφέλη με Βαθιά Μελαγχολία Ξεροβόρι που Παγώνει Ξινόχορτα και Ρίζες Ομορφιά που Κουρνιάζει σε Απίστευτα Βάθη Πανδαισία Χρωμάτων με Γεύση Δυόσμου Ρεμβασμός Αυγούστου Κάτω από Πλατανιές Συλλαβές μιας Ευχής που Ανεβάζουν Παλμούς στην Καρδιά Ταραχή μιας Αγέλης από Ξένο Εισβολέα Υδάτινα Νέφη που Προσδοκούν μια Ξαφνική Νεροποντή Φωταψίες του Ρόδου, Απονήρευτου Άνθους Χρυσαλλίδα Εντόμου που Ανοίγει Φτερά να Ξεχυθεί στο Αέρα Ψαλμωδίες Ρωμανού Μακρινού Βυζαντίου Ωδές Θηλυκών, της Ωοθήκης Μυστήριο Να αυτό είμαι. Από το Α στο Ω.
( Στην Οθόνη προβάλλεται η λύπη του Χιονιστή )
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ ( Γονατίζει με λύπη )
Δεν Έχω Δυνάμεις Όρθιος να Μιλήσω Παγώσαν’ τα Χείλη μου, με Μάτωσαν Διακόσια Χρόνια Μοναξιάς Με Σακάτεψε το Άλογο Μίσος των Ανθρώπων Που Γεννά Δυστυχίες Κενά και Απώλειες Ποιάς Δικαιοσύνης το Ύψος να Συνηγορήσω Με Πόση Δύναμη τις Επιθυμίες μου να Υπερασπιστώ; Των Γενναίων τα Μέτρα Φαίνονται μέσα στη Μάχη Μονάχα Ήττες Βλέπω και Φθαρμένα Ρούχα στην Ντουλάπα
Σήκω και Πάλεψε Ξανά μέχρι τα Μυρμήγκια να Γίνουνε Λιοντάρια……….Γαμώτο μου……………( Κλαίει) Σήκω! ΓΑΙΑ
Σήκω για Χάρη μου Χιονιστή∙ Σήκω! Των Ανθρώπων τα Έργα Πόνο Ζητάνε Σήκω για Χάρη μου Χιονιστή· Σήκω! Τέτοιους Καημούς μη Βάζεις στα Χείλη σου Δοκίμασε να Κερδίσεις των Ονείρων τη Λάμψη Στιγμές Ομορφιάς και Κοίτα τις Χιονονιφάδες Που έρχονται από Παντού
Μη Μεγαλώνει ο Φόβος σου Κάθε Ημέρα Εδώ που Έφτασες Μεγάλα τα Έργα σου Φυλάς Αθώους σ’ Επικίνδυνα Μέρη
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ ( σηκώνεται ταραγμένος )
Γαία με Παιδεύουν Μυριάδες οι Έγνοιες; Φοβάμαι τον Νέο Τύραννο που δεν Είδα
( Με σηκωμένα τα χέρια )
Είμαι το Σώμα που οι Θρησκείες Ζητάνε να Διώξουν Η Γλώσσα μου Σκούζει Δυνατά μες στις Λέξεις Σαν Καταρράκτης Πέφτει Νερό Αφρισμένο Χέρι Μακρινό που Αναδεύει την Αρχαία Φωτιά Να Πάρουν Πνοή οι Ερημίες των Βράχων Οι Σιωπές που Κοιμούνται σε Ηλιόλουστα Πεύκα Οι Λευκές Οροσειρές από Σύννεφα που Έρχονται Της Χαράδρας Ορμητικών Ρεόντων Υδάτων Οι Σταγόνες που Πέφτουν σαν Χάρτινα Σχήματα Βουνίσιο Ρεύμα που Βιδώνει τη Μαγεία τού Δάσους
( Κατεβάζει τα χέρια κι αγκαλιάζει το σώμα του )
Είμαι το Γράμμα που Κιτρίνισε χωρίς ποτέ να Σταλεί Μήνυμα Ηλεκτρονικό που δεν Φτερουγίζει Καρδιές Υπόσχεση που πάντα με Καθυστέρηση Έφτανε Επιθυμία που δεν Βρήκε Οδό και Ματαιώθηκε Περιμένοντας Μέρες σαν Άπλυτο Πιάτο, Στοιβαγμένο στο Νεροχύτη Προσδοκία που Ναυάγησε πριν Πατήσει Στεριά Χαμένη Ευκαιρία, Δυνατότητα Άλλη Στεναγμός που Αντηχεί στους Τοίχους τής Πόλης Ανομολόγητη Λαχτάρα που Σφηνώθηκε σαν Ιδέα μέσα στη Μνήμη Ανάμνηση που Χάραξε μιαν Αμίλητη Σκόνη
ΓΑΙΑ
Ξάπλωσε Χιονιστή στη Ζεστή Αγκαλιά μου Και Κοιμήσου στα Χέρια μου Πάνω Το Κορμί σου Νιώσε πως Κολυμπά στη Θάλασσα Χρυσοκίτρινο Φύλλο που το Κτυπούν οι Βοριάδες Έλα με Μάτια Κλειστά και Ψυχή Ρημαγμένη Ονειρέψου τον Κόσμο που Ποθείς για να Χτίσεις Μ’ Απομεινάρια Χαράς και Συντρίμμια μιας Ολόκληρης Ζωής
Ήχος βροχής.
( Μπαίνει ο χορός- καθαρίστριες του θεάτρου )
ΧΟΡΟΣ
Οι Ποιητές Ζούνε μέσα σ’ ένα Δεύτερο Άλλο Κόσμο Χωρίς ν’ Απαρνιούνται την Πραγματικότητα Έχουν Φτερά και Πετάνε πάνω απ’ της Φαντασίας το Πέλαγος Και είναι Θνητοί με Σάρκα, Αίμα κι Αισθήματα Είναι Πουλιά Ιερά με Ηλεκτροφόρες Αισθήσεις Που Τυραννούν το Σώμα και τη Ψυχή Τσακίζουν Που πρέπει ν’ Αναζητήσουν τον Δικό τους Άγγελο Για να τους Σηκώνει μετά από Κάθε τους Πτώση
Της Μοναξιάς Οράματα Ακολουθούν Με Αυτοπεριορισμούς και Σκληρές Ασκήσεις Απουσίας Ανάμεσα στο Πλήθος Προσπαθούν να Ξεχωρίσουν Σαν Γίνουν Δαιμόνια κι Αρπακτικά Ασθενικοί από την ίδια την Ποίηση Καταδιώκοντες Ανοίγοντας Διόδους για τα Περάσματα της Φήμης Που Δυναμώνουνε την Άμυνα και τον Χρόνο Ορθά Μετρούν
Αυτά Ακούνε τ’ Αφτιά μας, σε αυτήν Εδώ τη Δουλειά Πως οι Ηθοποιοί είναι Δαίμονες και οι Δαίμονες Ποιητές Ή το Αντίθετο- Δεν Θυμόμαστε Καλά Πάντως Εμείς Αυτά Είχαμε να Πούμε Άσε που τα Μάτια μας Είδανε Πολλά Περισσότερα
ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ( Στην οθόνη προβάλλονται εικόνες αγαλλίασης από λίμνες, πτήσεις πουλιών και μαγεία. Ο Μυθικός Κόσμος τού Χιονιστή. Στο βάθος ένα απόκοσμο, απαλό μπλε φως. )
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ ( Με υπεροψία )
Δεν Χορταίνω να Θαυμάζω τον Κόσμο που Έφτιαξα Είμαι Δαιμόνιο, Πουλί κι Αρπακτικό, Ολόγραμμα τού Εαυτού μου Που στης Τέχνης τα Περάσματα μ’ όλο το Σώμα μου Θέλω να Μπω Να Φτιάξω Τραγούδια σαν Δέσμες Φακών στο Σκοτάδι Και Απλόχερα να Μοιράσω στων Ανθρώπων τα Μάτια
Ελάτε Τραγούδια της Νύχτας με Στόματα Άδεια Με Άφθονες Γλύκες που τα Πλάσματα Φέρνουν Με Χάδια Μητρικά που τα Βρέφη Αναθρέφονται Με Συνοδεία τον Ήλιο Ελάτε Τραγούδια Που Σπάτε την Πέτρα και τις Κορφές Ραγίζετε
Πόσοι Αιώνες Περάσαν’ μ’ Απώλειες Και Έχουν Ήδη Κατατεθεί στο Χώμα στης Μνήμης;
Ελάτε Τραγούδια από Χαραμάδες Φωτός Από των Άστρων τις Βαθιές Ουλές Από Ψυχές που Πεθαίνουν για ένα Βράδυ Ν’ Αγαπηθούν και με Πάθος ν’ Αγαπήσουν
Από Βυθισμένα Πλοία Ελάτε Που Έχουν Ακόμα τα Φώτα τους Ανοιχτά Να μας Θυμίζουν τα Λάθη που Κάναμε Από Βροχές Μυστικές Ελάτε από Κακοτράχαλα Βουνά και Γκρίζους Βράχους Από Φωνές Ηδονικές της Μνήμης Περάσματα Από Φωταγωγημένα Νερά και Εξέδρες Αεροδρομίων Από το Πέταγμα Αετού που Όλα τ’ Αγναντεύει Από Ημέρες που Λάμπουν Ακίνητες Σαν Σαύρες στον Ήλιο, Ελάτε σαν Στιγμές που Ποθούμε να ’ρθούνε Σαν Πρόσωπο Μακρινό που Λαχταράμε να Δούμε Όταν Κάποτε με Πάθος Παράφορα, Αγαπήσαμε
ΙΜΕΡΙΑ Πρόσεχε Αυτό που σε Θρέφει Χιονιστή Μην σου Γίνει μετά μι’ Αναπάντεχη Θραύση Και την Πίστη σου Δοκιμάσει για Πάντα
ΝΙΟΠΗ Χαίρεται ο Χιονιστής μέσα στον Νέο του Κόσμο Μα Αλήθεια, Πες μου! Τι στον Νέο Αιώνα Βλέπεις με Μάτια Κλειστά;
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ ( Στη οθόνη αλλάζει απότομα η εικόνα και γίνεται σκληρή ) Βενζινάδικα Άδεια μέσα σε Γυάλινα Τείχη Τεχνολογία Αιχμής με Hi – Tech Συνειδήσεις Ναυαγισμένες Πολιτείες- Φυλακές με Ανελέητη Κατάκτηση Ενεργειακών Αποθεμάτων Πράσινες Μύγες να Λεηλατούν Άδεια Κουφάρια Καρτούν σε Περίπτερα να Πωλούν Νέες Ιδεολογίες Υπερχείλιση Αγορών και Απότομη Αύξηση Βόθρων Θαμμένους Σωλήνες Νερού και Ξέρες Γεμάτες Σκουπίδια Θυμωμένα Βλέμματα Παντού, Αμίλητα να Καταδιώκουν Και Μίσος, Μίσος, Μίσος για όλα να Σαρώνει Μη Αναστρέψιμες Κλιματολογικές Αλλαγές Φόβο, Φόβο, Φόβο να Επικαλύπτει το Στερέωμα Και μιας Νέας Ημέρας το Γλυκό Ξημέρωμα Να Χαράζει το Μέλλον Αφήνοντας Πίσω Σκόνη, Στάχτη και Θλιμμένες Ιστορίες Ανθρώπων Που Βγάζουν Ακόμα Καπνό
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ ( μετά από μέρες )
Με τον Καιρό Συνήθισα σ’ αυτόν τον Άλλο Κόσμο Μα τώρα να Επιστρέψω Επιθυμώ! Δεν μπορώ να Φύγω Και Πώς θ’ Αποδράσω; Δεν μου Αρμόζει Εμένα Αυτός ο Κόσμος
Θέλω τον Άλλο Κόσμο τον Πραγματικό Θέλω Φώτα να Πέφτουν απ’ τον Ουρανό σαν Νιφάδες Χιονιού Να Σκεπάζουνε τα Μεσημέρια και τ’ Απογεύματα μου Αυτά τα Χωρίς Τελειωμό στην Παραλία τα Καλοκαίρια στα Νησιά Δροσερά Πορτοκάλια να Σμιλεύουν το Σώμα μου Θέλω τους Φίλους μου που Μοιάζουνε με Δάση Ιερά Να μου Χαμογελάνε Χωρίς Δισταγμούς και Ερωτήματα ΓΑΙΑ Εσύ δεν Είσαι Χιονιστή που Θαύμαζες Αυτόν τον Άλλο Κόσμο που Έφτιαξες και με Πόση Υπερηφάνεια Θυμάμαι Επαιρόσουν; Γιατί τώρα τη Μαγική σου Δύναμη θέλεις ν’ Αποτινάξεις; Γιατί με τέτοια Απειθαρχία το Δεσμό αυτό θέλεις να Σπάσεις; Για τα Μεγάλα Έργα δεν Γεννήθηκες; Τόλμησε Λοιπόν!
Αν Ήρθε η Ώρα Πίσω να Γυρίσεις Αν Θέλεις Πραγματικά και το Μπορείς Στον Άλλο Κόσμο να Πετάξεις, πρέπει Μεταξοσκώληκας να Γίνεις Χιονιστή, Κουκούλι Γύρω σου να Υφάνεις κι ύστερα Βγάλε Φτερά και Πέταξε, αν όλα αυτά σου είναι Μπορετά Τότε τι Κάθεσαι λοιπόν; Ξεκίνα!
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ
Δεν Έχεις Τίποτα Άλλο να μου Πεις; Είμαι Θνητός Γαία· μην το Ξεχνάς! Με Καθημερινές Ανάγκες, με Σάρκα, Επιθυμίες και Όνειρα Η Αποστολή αυτή είναι Βαριά και δεν θα την Αντέξω Με Ρήμαξε η Έγνοια για το Βάθος των Πραγμάτων Δεν Μπορώ Γαία με Τόσο Πόνο Γύρω μου να Ζήσω
( κλαίει γονατιστός με αναφιλητά ) Είμαι Αδύναμος κι Ευάλωτος στην Πρώτη Δυσκολία Όμως τη Θλίψη δεν Ανέχομαι κι ας μου Κοστίζει Ακριβά Άλλο δεν Μπορώ να Ζήσω μ’ αυτήν την Περιπέτεια Και Σύντομα πρέπει Απόφαση να Πάρω
( μικρή παύση )
Έλα Λοιπόν Καλή μου Νιόπη κι Ετοίμασέ με Ν’ Ακολουθήσω Θέλω τη Συμβουλή της Γαίας Ν’ Αφήσω Πίσω μου αυτόν τον Άλλο Κόσμο
Γιατί οι Ποιητές να’ ναι Φωνή της Αντίστασης; Φάρμακα στις Πληγές που Πονάνε; Σε μια Συνεχή Αιχμαλωσία, Πολιορκημένοι από Λέξεις Με την Ένσαρκη Σκόνη της Μνήμης; Γιατί Βλέπουν Μικρούς Υγρούς Ήλιους Να Χρυσώνουν Χαράματα τα Χωράφια ; Ευωδιές να Ξυπνούν Πρωτόγνωρο Κόσμο Αισθήσεων Ν’ Ανεβαίνουν στα Σύννεφα σαν Ψυχές από Ζάχαρη;
Έλα Λοιπόν Καλή μου Νιόπη, Ετοίμασέ με! Ο Ουρανίσκος μου έχει Στεγνώσει Άραγε Πόσο θα Ζήσει Ακόμα Αυτή η Νύχτα;
ΝΙΟΠΗ
Ελάτε Νύφες Ζεστών Νερών και Μούσες Λειμώνων Κοντά σας Πάρτε τον Κι αλλάξτε του τα Ρούχα Βρείτε τι Είναι Αυτό που τον Πληγώνει Πάρτε τον με Προσοχή και για το Σώμα του Θερμό Λουτρό Ετοιμάστε σε Λουτήρα Χάλκικο Και Βάλτε μέσ’ Αρώματα, Αιθέρια Έλαια Μύρα, Σαπούνια και Πλούσια Μαλακτικά Γιατί Είναι Λεπτές σαν Πέπλο οι Ψυχές των Ποιητών
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ (Μετά το μπάνιο του )
Καλώ την Νιόπη τον Μεγάλο μου Έρωτα Να μου Χαρίσει πριν Φύγω, τον Τελευταίο Χορό
Γαία Άκουσε πώς Τρέμει η Φωνή μου Τις Δυνάμεις σου Άφησε Κοντά μου να ’ρθούν Πριν Φτιάξω Κουκούλι και Υφάνω Μετάξι Ακατέργαστο για να Γίνω ο Νέος Πεταλούδας Θέλω το Σώμα μου να Λικνιστεί, ο Νους να Ταξιδέψει Σε Μητρικές Αγκάλες, σε Αγάπες Στιβαρές Σε Χρυσές Χαίτες Λεόντων να Διανυκτερεύσω Σε Φιλόξενα Σώματα να Αναπαυθώ Και σε Μακάριους Ήλιους που Χρυσώνουν Πελάγη Οι Ακτίνες τους τα Βράδια με Φωτιές να Κοιμούνται Σε Ξέφωτα Πλήθη Μελισσών να με Πολιορκούν Και σε Ράχες Αλόγων που Καλπάζουν στα Νέφη Άκουσες; Αυτά Θέλω, Μόνο μια Αγκαλιά Γυναίκας που Αξίζει
ΧΙΟΝΙΣΤΉΣ - ΝΙΟΠΗ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΟ ΜΠΛΟΥΖ Μπαίνει στη σκηνή (Το Πνεύμα του Έρωτα, η Μπαργούμαν) Χορεύουν Ερωτευμένοι και ο Διάλογος Υποχωρεί Σηκώνεις τα Χέρια Ψηλά Μπροστά στη Μαγεία της Ύλης Τα Σώματα Έλκονται Και Πέφτουν – Πέφτουν Βαθιά Σ’ Ερωτικό Πεδίο Βαρύτητας, γύρω τους ο Κόσμος Γυρίζει Φωτεινές Τροχιές που Τραβάνε Μπροστά Αφήνοντας Πίσω Καμένες Ημέρες και Βαλσαμωμένες Επιθυμίες Και Άδεια, Άδεια Ποτήρια Πάνω στην Μπάρα
( Μετά από 15 ημέρες περίπου ) ( Στην οθόνη προβάλλονται εικόνες από την μεταλλαγή τού κόσμου )
Το πάλκο γίνεται κελί. Ο Χιονιστής είναι φυλακισμένος μέσα στο κουκούλι του. Κρεβάτι λευκό. Κουβέρτα λευκή. Οι τοίχοι άδειοι. Ένας δεσμοφύλακας πηγαινοέρχεται με αδιαφορία, ψυχρή, πάνοπλη αδιαφορία σαν το λευκό φως των σφαγείων, με λάμπες φθορίου.
Ο ΧΟΡΟΣ (Καθαριστές της φυλακής)
Ο Χιονιστής Γύρω του Υφαίνει Μετάξι Ακατέργαστο Δεν Τρώει, δεν Πίνει, δεν Κοιμάται Μόνη Φυλακή του ο Ίδιος, Κατάδικος και Καταδικασμένος Για να Γίνει ο Ίδιος, ο Απαγγελλόμενος, ο εν Αυτό Τον Τόπο Φυόμενος, ο ίδιος Γέννημα και Γενεσιουργός Για να Ζήσει όσο Διαρκεί, η Ζωή μιας Πεταλούδας
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ ( Μέσα στο κουκούλι, μόνο το πρόσωπο του ξεχωρίζει )
Σαν Ξυράφι Κόβει η Διαολεμένη Βαρύτητα Το Κεφάλι μου είναι ακόμα Βαρύ από τον Τελευταίο Χορό Θαρρώ Ήπιαμε και Πολύ, Σουρώσαμε Γαμώτο……. Τι στο Διάολο Έπαθα; Θα μου Πει Κανείς; Γιατί δεν Μπορώ ν’ Αποδράσω απ’ τον Κόσμο που Έφτιαξα Γιατί να μην Είμαι ένας Άνθρωπος χωρίς Πρόσθετα Βάρη Ποιος Διάολος θα Γράψει το δικό μου Τραγούδι Γεμάτο Λύπη και Φριχτή Αιχμαλωσία; Ας μην Παραταθεί Άλλο η Τυραννία μου.
(Με βαριά σιδερένια φωνή και σκόρπια βηξίματα)
Είμαι Γέννημα ο ίδιος και Γενεσιουργός Άγγελέ μου Έλα τον Κόσμο να Κατακτήσουμε Εσύ δεν Είσαι που με Σήκωνες Πάντα Μετά από κάθε μου Πτώση; Θα Είσαι ο Δικός μου ο Άγγελος
Θα Παίζουμε Χαρτιά μαζί και θα Πίνουμε Εσύ δεν Είσαι που Ζεις και Πεθαίνεις Πάντα Μαζί μου; Άγγελέ μου! Άγγελέ μου! Πού στο καλό Είσαι;
( Προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του μα μάταια. Φτύνει )
Άφησέ με Μόνο μου Απόψε Δεσμοφύλακα Δεν Βλέπεις; Είναι η Τελευταία μου Μέρα! Δεν Γουστάρω Γλέντια και Φασαρίες. Φύγε! Και Πήγαινε στο Διάολο!
Μικρή Παύση
Μητέρα…….. Θυμάμαι όταν Ήμουν Μικρός Μ’ Έλουζες Κάθε Σάββατο μέσα στη Σκάφη Αυτή που Είχες για να Πλένεις τα Ρούχα μας Και Ζέσταινες το Νερό από το Φως του Ήλιου Κι ήτανε Ζεστό σαν Ελπίδα Φωτεινής Καλημέρας Κι ύστερα μ’ Έντυνες με Ρούχα Καθαρά που Μοσχοβολούσανε Και Πριν Φύγω για το Παιχνίδι, Κάθε Απόγευμα Μου Άλειβες πάνω σε Φέτες Ψωμί, Ζαχαρούχο Γάλα Και Σκόνη Κακάο, Ναι Θυμάμαι………. Για να Μπορώ ν’ Αδράξω τη Ζωή μού Έλεγες Για να, για να Μπορώ ν’ Αδράξω τη Ζωή απ’ τα Μαλλιά Και στα Δικά σου Χρώματα μ’ Αγκάλιαζες Ξανά όταν Επέστρεφα Και μου ’λεγες Συνέχεια « να προσέχεις, να προσέχεις· να μην χτυπήσεις »
( Προσπαθεί να κινήσει το σώμα του αλλά δεν τα καταφέρνει. Εκνευρίζεται )
Είμαι Σώμα Νεκρό Εδώ και Καιρό που να πάρει ο Διάολος Απλά Λειτουργούν οι Πέντε Αισθήσεις μου στο Όριο Είμαι Ποιητής Γαλάζιου Πλανήτη με Πένθος
Δεσμώτης ο Ίδιος και Φύλακας Δεν μου Ταιριάζει η Κρυφή Φυγή Στου Προμηθέα Μοιάζω το Μαρτύριο Μα Έχω το Θυμό του Αχιλλέα Τα Δεσμά μου Θέλω να Σπάσω Τέτοια Φήμη Απαρνιέμαι. Θα Πολεμήσω που να πάρει….
( Βήχει και φταρνίζεται)
Ψεύτικες Προφητείες δεν θ’ Ανεχτώ Ούτε και Βλέμματα Ντροπής Η Τιμωρία αυτή είναι Δική μου Επιλογή Εξαντλήθηκα· θέλω να Φύγω
( Τα μάτια του λάμπουν σαν δυο ήλιοι πίσω από σύννεφο σκόνης )
Εμπρός, ο Πλανήτης όλος Δικός σας Καπετάνιε των Καπετάνιων· Ξεσχίστε τον
Παύση – κάτι ψαχουλεύει αλλά δεν το βρίσκει και νευριάζει ( Περίλυπος)
Οι Ποιητές Διόδους για Λύτρωση Πάντα θα Ψάχνουνε Και ας Υψώνονται Πύργοι Ενάντια στην Θέληση Πάντα σε Συμφορές θα Δυστυχούν και στις Τραγωδίες θα Καίγονται Μέσα στης Επιθυμίας τον Ιστό θ’ Αναρριχώνται Και στης Σιωπής τον Οίστρο θα Εξομολογούνται Πάντα θα Κυνηγούν του Χρόνου τα Βήματα Και στου Ύπνου τα Κλειστά Βλέφαρα θα Ιστορούν Νιώθω τα Μέλη μου Βαριά, το Σώμα μου μ’ Εγκαταλείπει Φεύγω! Και Πηγαίνω στο Διάολο! Θα σε Δω στην Κόλαση Καπετάνιε των Καπετάνιων Η Εφηβεία Κάθε Εποχής Είναι μια Οδύσσεια Που Τρέφεται Περισσότερο με τη Βροχή Τον Ήλιο και το Φεγγάρι παρά με τις Προμήθειες Των Τραπεζών, του Πετρελαίου και τόσων Άλλων Μπάσταρδων
( Έρχονται τ’ αερικά τής φύσης και παίρνουν τον Χιονιστή ) Οι σερβιτόρες του μπαρ
ΧΟΡΟΣ
Τον Χιονιστή Ήρθαν και τον Πήρανε τ’ Αερικά της Φύσης Που Μέσα στις Λίμνες Κατοικούν, τα Δάση, τα Φαράγγια Σκιές που Τρέχουνε τις Νύχτες στα Χωράφια Στις Θάλασσες μέσα με τα Ψάρια Κολυμπούν Και στο Ουρανό με τους Αγγέλους Μοιάζουνε στην Όψη Μέσα σε Κάθε Πέτρα Κοιμούνται, με Βοριά Με Χιόνι, με Κρύο, με Βροχή Περιπλανιόνται Πάντα να Βοηθήσουνε Ποιητές που Εγκυμονούν τη Λύπη Ανάβοντας Πάνω απ’ τις Λεωφόρους των Μητροπόλεων Μηνύματα που η Γλώσσα τους Παγώνει σαν το Κόκκαλο Πάνω στα Σύννεφα Ξαπλώνουνε και Ονειρεύονται Για να Χαθούν μεμιάς σαν τις Κωλοφωτιές Και μέσα στην Σκόνη των Ανθρώπων
ΔΩΜΑΤΙΟ ΑΝΑΡΡΩΣΗΣ Κρεβάτι λευκό. Λευκή κουβέρτα. Ένα τραπέζι. Δυο καρέκλες. Ένα μίνι μπαρ στη γωνία λευκό. ( Μετά από μέρες… )
ΝΙΟΠΗ ( Με ιατρική στολή )
Μεταμορφωμένος Μοιάζεις Χιονιστή Και Λάμπουνε τα Μάτια σου όπως των Ήττημένων Εϊ ! Μην Φύγεις Ακόμα ! Δεν Βλέπεις ; Απ’ τους Καρπούς σου Τρέχει Αίμα Και το Χτύπημα είναι Διαμπερές Πώς θα Πετάξεις στη Νέα σου Χώρα Αξίζει ν’ Αγωνιστεί Κανείς γι’ Αυτό; Στάσου για Λίγο το Τραύμα Τουλάχιστον ν’ Απολυμάνω Και Επιδέσμους να Σφίξω στην Πληγή σου Απάνω Να Σταματήσει η Αιμορραγία Προσωρινά Και οι Παλμοί να Επανέλθουν στην Φυσιολογική τους Τιμή
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ (Άσπρος στο πρόσωπο από την αιμορραγία)
Από Χαρές είμαι Στερημένος Νιόπη και Κοίτα με Δεν Κατάφερα να Μεταμορφωθώ Και τα Σημάδια Μείνανε Πάνω στο Σώμα μου σαν Μια Γραμμή Μυρμηγκιών Πάνω σε Αλεύρι Και όσο το Σκέφτομαι, με Τυραννά Είμαι Άσπρος, Τρέμω σαν Χιονοθύελλα
ΝΙΟΠΗ
Δεν Βγάζουν Νόημα τα Λόγια σου Χιονιστή Μα μου Φαίνονται Αληθινά
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ
Έζησα; Τι Έζησα; Τι δεν Έζησα Νιόπη; Όλα Μεταμορφώνονται κι Αδιάκοπα Νέες Ψυχές Γεννιούνται Όλα, Μαζί με τις Επιθυμίες τους Πεθαίνουν Και Κάποτε ίσως στο Αβέβαιο Μέλλον Συναντηθούν Σκιές οι οποίες Σκάβουν με Τρυπάνι για να Βγούνε στο Φως της Γης
Όση Ζωή θα Ζήσω, η Τελευταία θα είναι Πάντα η Σκληρότερη Παρήλθε πια ο Καιρός των Ποιητών Γιατί δεν έγινε η Μεταμόρφωσή μου Νιόπη;
ΝΙΟΠΗ
Μάλλον η Προσπάθεια δεν ήταν Αρκετή· Αυτό Νομίζω Εγώ Σ΄ Αγάπησα Χιονιστή Περισσότερο Από όσο Μπορώ να Αντέξω
ΧΙΟΝΙΣΤΗΣ
Κι εγώ σ’ Αγάπησα Όσο ο Άνθρωπος Μπορεί ν’ Αγαπήσει Να Αγαπήσεις Περισσότερο Από Όσο Μπορείς να Αντέξεις Αυτό Σημαίνει Θάνατος ή Φως; Ποιός Διάολος Ξέρει να μου Πει;
Θα φύγω με Απώλεια Μνήμης και Σάρκας Και αν στο Ταξίδι τις Αισθήσεις μου Χάσω Απ’ τη Ροή τη Μεγάλη τού Αίματος Ο Θάνατός μου θα ’ναι δεν θα Σημαίνει Τίποτα Το Ταξίδι που μου Έλαχε θα το Ορίσω Όσο Μπορώ την Ομορφιά θα Υμνώ Και το Τραγούδι μου θ’ Αντηχεί σε Φωταγωγημένες Μητροπόλεις Σε Αεροδρόμια, σε Αποβάθρες, σε Πλατείες Σε Τοίχους Εγκαταλειμμένων Λιμανιών και Ορυχείων Σε Γραμμές Εργοστασίων Παραγωγής Αυτοκινήτων Πάντα έναν Ποιητή θα Συναντούν με την Κάπα του Λευκή σαν το Χιόνι
Τα Μέλλοντα που Φαίνονται Μπροστά μου· Άγνωστα Ποιος Διάολος Μπορεί να τα Ορίσει; Από της Φαντασίας την Ύλη Είμαστε Φτιαγμένοι2 Νιόπη Από την Ύλη που ’ναι Φτιαγμένες οι Ασκήσεις Επιβίωσης Και Χρεωμένοι με τα Βαριά Κλειδιά τού Χρόνου
Φεύγω μα δεν Γνωρίζω το Αύριο τι Είναι Να Έρθει ή να μην Έρθει; Φεύγω Νιόπη, Υποχωρώ Μα τα Όπλα μου Έτσι Εύκολα δεν Παραδίδω Φεύγω και Πάω να Πεθάνω με Αξιοπρέπεια Τι Αμείλικτη Σιωπή Επικρατεί στον Πλανήτη; Γιατί; Γιατί το Φως Είναι ή Άλλη Πλευρά τού Σώματος Αυτήν που δεν Κερδίσαμε Ακόμα και Είμαστε Ικανοί στα Χαρτιά να την Παίξουμε και να την Χάσουμε
Ολόκληρη Στρατιά μπορώ ν’ Αντιμετωπίσω Σαν του Άμλετ, μια : Αναρίθμητη, Σιδερόφρακτη Στρατιά Και Εγώ ο Πρίγκιπας της, στην Έξω Πλευρά Όμως Έξω από τα Σύνορά της………
Τώρα δεν Είμαι Πλέον Σώμα Είμαι Φως που Ταξιδεύει Να Γνωρίσει μιαν Άλλη Ομορφιά Και σε Ένα Άλλο Κόσμο να Συναρμολογηθώ
Ίσως….. Πριν Φύγω να Ζητήσω Συγνώμη Στην Επόμενη Γενιά που θά ’ρθει Για όσα Μπορούσα να Κάνω και δεν Έκανα Τίποτα από Μένα δεν Γίνεται Και Τίποτα δεν Φεύγει Έξω από τον Καιρό και την Εποχή του
Μικρή παύση, βαθιά ανάσα
Ερωτευόμαστε ένα Καινούριο Κόσμο Μια Ωραία Γυναίκα και στο Τέλος Συνειδητοποιούμε ότι τα Κάναμε Σκατά Και τα Διαλύσαμε Όλα....Όλα........Όλα Φεύγω και Πάω να Πεθάνω με Αξιοπρέπεια Όπως οι Ελέφαντες από την Αγέλη Με Αξιοπρέπεια Απομακρύνονται, όταν το Καταλάβουν
ΘΑΜΩΝΑΣ στο Μπαρ, 3ος Χορικός
Γι’ Αυτόν που Νόμιζε ότι Ήρθε τ’ Όνειρο Πως σε Πεταλούδα θα Μπορούσε να Μεταμορφωθεί Όμως Ήταν Γενναία η Προσπάθεια του Αποτυχία με Κάθε Σημασία Μπορώ να Πω ότι Συμπάθησα το Χιονιστή Μπορώ να Πω ότι Συμπάθησα τ’ Όνειρό του Δεν Μπορώ να Πω με Σιγουριά αν Πίστεψα σ’ Αυτό Γιατί δεν Γνωρίζω τι Σημαίνει Αυτό
Στο Μπαρ του Φουαγιέ « 1.000 Διψασμένα Σκυλιά », κάτω από μια μικρή δέσμη φωτός που κόβει το σκοτάδι σε φέτες, ο θαμώνας Α κρατάει την εφημερίδα, την στριφογυρίζει, τη ξεφυλλίζει νευρικά. « Όλο μαλακισμένες διαφημίσεις έχει. Με ρώτησαν αν μπορώ ν’ αγοράσω κάτι από αυτά που διαφημίζουν; Οι μαλάκες! ».
Ο θαμώνας Β πίνει το ποτό του. Είναι και οι δυο ζαλισμένοι.
ΘΑΜΩΝΑΣ Α: Μ’ άλλον τα ’φαγε τα ψωμιά του ο κόσμος. ΘΑΜΩΝΑΣ Β: Πολύ που μ’ ένοιαξε. Είναι ήδη τελειωμένος. Μισοφαγωμένος σου λέω. Το πολύ πολύ ν’ αντέξει καμιά διακοσαριά χρόνια ακόμα. Εμένα μ’ αρέσει η μυρωδιά της θάλασσας και το χρώμα της και........ο αχός του ανέμου πάνω στα νερά της. Και το χιόνι….πως μ’ αρέσει το χιόνι όταν πέφτει από ψηλά. Χιονονιφάδες να ’ρχονται από παντού. ΘΑΜΩΝΑΣ Α : [ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ] Κάποια στιγμή, αυτόν τον αιώνα, θα έλθει η μέρα που η επίδραση του ανθρώπου στη διαμόρφωση του κλίματος θα ξεπεράσει όλους τους άλλους παράγοντες. Την περασμένη δεκαετία είδαμε το El Ninio, τον πιο καταστροφικό τυφώνα των τελευταίων διακοσίων ετών, και τα πιο θερμά καλοκαίρια που καταγράφηκαν στην Ευρώπη3. ΘΑΜΩΝΑΣ Β: Δε βαριέσαι..... Τα πήρε στο κρανίο ο καιρός..... Φρίκαρε πως το λένε και αργά ή γρήγορα θα μας γαμήσει όλους. ( γελάει φρικτά). Εμένα μ’ αρέσει το ψάρεμα, το υποβρύχιο ψάρεμα και μετά φωτιά στην παραλία, ποτό και κάποιος να λέει ιστορίες και να πίνουμε ως αργά...... Το φαντάζεσαι ε, τι όμορφο που θα ’ταν. ΘΑΜΩΝΑΣ Α: : [ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ] Οι άνθρωποι είναι σήμερα αυτοί που φτιάχνουν τον καιρό. ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Και ό,τι άλλη μαλακία έχουνε σκεφτεί. Τραγουδάω όταν κολυμπάω στη θάλασσα..... Που να μ’ ακούσεις. Σκέτος Παβαρότι σου λέω. Και πόσο μ’ αρέσουν οι ζεστές μέρες και όταν τα νερά είναι ζεστά και καθαρά. ΘΑΜΩΝΑΣ Α : : [ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ] Εάν η σημερινή γενιά αποτύχει, θα οδηγηθούμε στην κατάρρευση του ανθρώπινου πολιτισμού, σ’ ένα Μεσαίωνα που θα προκληθεί από τις κλιματικές αλλαγές. ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Έχει ήδη αποτύχει. ........Τα μικρά τα ψάρια , τ’ άτιμα, τι έξυπνα που είναι. Σαν τις γυναίκες, ξέρουνε εύκολα να ξεγλιστράνε. Και μετά άντε να τα ξαναπιάσεις. ΘΑΜΩΝΑΣ Α : : [ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ] Ένας στους πέντε ζωντανούς οργανισμούς πάνω στον πλανήτη μας, είναι υποχρεωμένος να εξαφανιστεί. ΘΑΜΩΝΑΣ Β : Υπερβολές. Μου φαίνονται υπερβολές και στερούνται επιστημονικής βάσης. Πάω για ψάρεμα. Έρχεσαι;
Σκοτάδι. Βούισμα νεροποντής. Ήχος σειρήνας ασθενοφόρου, αστυνομίας, ή πυροσβεστικής. Ποιός ξέρει.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ Στο έργο οι πρωταγωνιστές δεν βρίσκονται μέσα σε μια τυχαία κατάσταση, δεν υπάρχει δράση. Δεν υπάρχει χημεία πάνω στη σκηνή. Οι μονόλογοι ‘‘ μεγεθύνουν ’’ τα πρόσωπα του έργου και αυτό μπορεί να λειτουργήσει μόνο με μεγάλους μονόλογους4. Οι μονόλογοι είναι το ισχυρότερο κείμενο για να εκφράσουν οι ήρωες τις ανησυχίες τους. Η μεταμόρφωση ενός μεταξοσκώληκα σε πεταλούδα είναι από τα πιο αξιοπερίεργα γεγονότα που συμβαίνουν στη φύση των εντόμων. Σε αυτό το σύμπαν όλοι γράφουμε τις ιστορίες μας, χρησιμοποιώντας διαφορετικές γλώσσες πάνω στον ίδιο πλανήτη. Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είχε γραφτεί από χιλιάδες κατοίκους διαφορετικών χωρών, γλώσσας και παράδοσης. Ο θεατής όταν παρακολουθήσει το έργο, θα είναι σαν να παρατηρεί ένα πείραμα πάνω στην ανθρώπινη ανησυχία και το φόβο. Η αναπαράσταση της μεταμόρφωσης του Χιονιστή σε Πεταλούδα και η πορεία του προς ένα ‘‘ Άλλο ’’ κόσμο, δεν εμπεριέχει σώνει και καλά το στοιχείο της ηθικής. Ο Χιονιστής αυτό που ζητά είναι να μοιραστεί την αγωνία του μαζί με το κοινό, να θέσει ερωτήματα ( αυτό είναι η δουλειά της λογοτεχνίας ), χωρίς απαντήσεις σε κανένα, χωρίς μελοδραματισμούς και ηθικά διλλήματα. Θέλει απλά να μοιραστεί τον προβληματισμό του μαζί με άλλους και αυτό το γεγονός τον εξυψώνει ως άνθρωπο, δεν τον μεταλλάσσει. Στο επίπεδο των εντόμων μια τέτοια μεταμόρφωση είναι εφικτή. Στο επίπεδο των ανθρώπων θα ήταν ιδανική, θα ήταν ή κάθε αντίσταση σε ένα « νεκρό» ήδη κόσμο που δεν του επιτρέπεται να ζήσει όσο του αξίζει.
Σημ. 1 σελίδα: Εφημερίδα Βήμα της Κυριακής 18-5-2007 Σημ. 2 σελίδα: Σέξπιρ, Τρικυμία Σημ. 3 σελίδα: Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη Γράμμα από την Νέα Υόρκη της Κωνσταντίνας Γιαννούτσου, 16-5-2008 Σημ. 4 σελίδα: Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη από συνέντευξη της ΕΛΦΡΙΝΤΕ ΓΕΛΙΝΕΚ , με αφορμή την κυκλοφορίας τού βιβλίου της στα ελληνικά « Λαγνεία », εκδόσεις Εκκρεμές. Μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, 22-10-2004
|