Σχετικά άρθρα
ΒΙΚΥ ΒΟΛΙΩΤΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαριαλένα Κωτσάκη | |||
Σάββατο, 20 Φεβρουάριος 2010 23:03 | |||
ΒΙΚΥ ΒΟΛΙΩΤΗ «Θα ήθελα να δοκιμάσω τα πάντα. Αυτή η δουλειά παραμένει για μένα ένα άλυτο μυστήριο».
Απόγευμα του Φεβρουαρίου, μετά από μια δύσκολη και κουραστική μέρα, φτάνουμε κι οι δύο στο ραντεβού μας νωρίτερα. Η Βίκυ Βολιώτη ήταν έτοιμη για μια συνέντευξη επί της ουσίας. Η γλυκιά και ήρεμη φωνή της αμέσως με ηρέμησε και απόλαυσα την κουβέντα μας, αφήνοντας την συζήτηση να προχωρήσει και να γίνει εκμυστήρευση. Η όμορφη και ταλαντούχα ηθοποιός, μου μίλησε για όσα έχει κάνει, για όσα κάνει και για όσα ονειρεύεται να κάνει. Και με γοήτευσε γιατί έχει μια έμφυτη διάθεση να δοκιμάζει τα πάντα και να εκφράζεται για όσα αγαπά με τον ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού. Ποιες στιγμές ξεχωρίζεις στην μέχρι τώρα καριέρα σου; Μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω. Πολλές δουλειές με πήγαν μπροστά καλλιτεχνικά αλλά και σαν άνθρωπο μέσα από τη γνωριμία μου με σημαντικούς δημιουργούς με τους οποίους είχα την τύχη να συνεργαστώ. Παρόλα αυτά ξεχωρίζω την πρώτη μου επαγγελματική δουλειά, μετά την αποφοίτηση μου από την σχολή του Εθνικού θεάτρου, στο Ανοιχτό Θέατρο. Ήταν το έργο «Γαλάζιο πουλί» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη, ο οποίος ήταν και καθηγητής μου στη σχολή και στον οποίο χρωστάω πολλά. Επίσης, σημαντική για μένα ήταν η συνεργασία μου με την Μάγια Λυμπεροπούλου, με την οποία γνωρίστηκα μέσα από ένα σεμινάριο μαζί της και μετά συνεργαστήκαμε στον «Εχθρό του ποιητή» του Γιώργου Χειμωνά, στον «Άμλετ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και στους «Δαιμονισμένους» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Μεγάλο σταθμό στη ζωή μου θεωρώ την γνωριμία μου με τον Θοδωρή Αθερίδη. Τηλεοπτικά θεωρώ σπουδαία εμπειρία το σίριαλ «Λόγω τιμής», το οποίο θυμάμαι με μεγάλη νοσταλγία και πολλή αγάπη και λόγω της συνεργασίας μου με την Μιρέλλα Παπαοικονόμου και τον Λάμπη Ζαρουτιάδη αλλά και για την γνωριμία μου με τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Ακόμα, θυμάμαι με νοσταλγία την πρώτη μου ταινία την οποία έκανα όταν τελείωνα το δεύτερο έτος της σχολής, την «Ισημερία» του Νίκου Κορνήλιου. Έχω συνεργαστεί αρμονικά και δημιουργικά και με άλλους σπουδαίους δημιουργούς όπως με τον Μιχάλη Κακογιάννη και με τον Σταμάτη Φασουλή. Αλλά και πρόπερσι που ήμουν βοηθός σκηνοθέτη του Ματίας Λάνγχοφ, έζησα μια σπουδαία εμπειρία.
Στην σχολή επιτρεπόταν να δουλεύεις όσο σπούδαζες; Όσο διαρκούσαν τα μαθήματα επιτρεπόταν να δουλεύεις μόνο στις παραστάσεις του Εθνικού, με την προϋπόθεση ότι δεν χάνεις μαθήματα. Αλλά το καλοκαίρι ήταν πιο ελαστικοί όχι τόσο όσον αφορά το θέατρο, αλλά όσον αφορά το σινεμά. Και είναι λογικό και σωστό να τηρεί η σχολή μια τέτοια στάση γιατί στα σπουδαστικά σου χρόνια είσαι σε μία διαδικασία αναγνώρισης του χώρου και όχι εκμάθησης. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η δουλειά δεν μαθαίνεται στη σχολή. Στη σχολή αποκτάς μια πρώτη επαφή με το αντικείμενο, γνωρίζεις ανθρώπους διαφορετικής αντίληψης και διαφορετικής προσέγγισης στα του θεάτρου. Τη δουλειά όμως την μαθαίνεις από την τριβή και την εμπειρία. Καλόν είναι λοιπόν να μην δουλεύεις όσο είσαι στη σχολή γιατί είναι εύκολο να γίνεις προϊόν εκμετάλλευσης και να μην το αντιληφθείς καν. Βρίσκεσαι σε ευάλωτη θέση, επειδή έχεις όρεξη να κάνεις πολλά πράγματα κι ο καθένας μπορεί να το εκμεταλλευτεί αυτό και αρνητικά. Είναι ένας περιορισμός ο οποίος μπορεί να σου βγει σε καλό ή και όχι. Γι’ αυτό, σωστό είναι, να κρατάς μια απόσταση. Εγώ για να κάνω την ταινία είχα ζητήσει άδεια και μου την είχαν δώσει γιατί τότε ο Νίκος Κορνήλιος δίδασκε και στη σχολή.
Πώς γνωριστήκατε με τον Θοδωρή Αθερίδη; Δουλέψαμε μαζί στην Νέα Σκηνή του Εθνικού θεάτρου το 1996 με το έργο «Ωραία φάση» του Λένου Χρηστίδη σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή. Ο Θοδωρής με στήριξε πάρα πολύ σε κάποιο προσωπικό μου πρόβλημα. Έκτοτε γίναμε κολλητοί φίλοι και μετά από αρκετά χρόνια συνεργαστήκαμε. Αυτές τις δουλειές θα τις θυμάμαι για πάντα. Ξεκινήσαμε από το «Μία μέλισσα τον Αύγουστο», μετά ακολούθησε το «Συνέβη κι όποιος θέλει το πιστεύει» και τώρα είμαστε πάλι μαζί στο «Από μακριά». Μίλησε μου για την Στέλλα που υποδύεσαι; Η Στέλλα είναι ο πιο αγαπημένος μου ρόλος, τον οποίο μάλιστα ανακάλυψα σιγά- σιγά. Ο Θοδωρής όσο γράφει ένα έργο, τηλεφωνεί σε κάποιους ανθρώπους και τους λέει τι γράφει, οπότε κι εγώ ήμουν από πολύ νωρίς εμπλεκόμενη. Πότε δεν είχα φανταστεί ότι θα ήταν αυτός ο ρόλος, ο οποίος βγήκε τελικά. Αλλιώς την είχα καταλάβει. Κατά την διάρκεια των προβών όμως μου αποκαλύφθηκε μια πλευρά του χαρακτήρα που μου προκάλεσε έκπληξη κι αδημονία, σαν να γνώριζα μια άλλη, ευχάριστη πλευρά ενός φίλου μου. Είναι μια γυναίκα που βρίσκεται σε υστερία εξαιτίας των δύο κόσμων που συγκρούονται μέσα της. Γιατί αγαπάει και νοιάζεται έναν άνθρωπο, αλλά είναι ερωτευμένη με κάποιον άλλο, που ξέρει πως δεν μπορεί να έχει. Κι όλα αυτά μέσα από το φίλτρο μιας γυναίκας που είναι και «ψώνιο» ηθοποιός. Αυτό το μείγμα είναι πολύ ενδιαφέρον υποκριτικά για μένα και την ευχαριστιέμαι και την συμπαθώ πάρα πολύ ενώ θα μπορούσε να’ ναι αντιπαθέστατη. Έχει όμως μια αφέλεια και μια σύγχυση και μέσα της κι έξω της. Προσπαθεί όλα να τα διορθώσει και τελικά τα κάνει χειρότερα. Η Στέλλα είναι σημαντική γιατί είναι πολύ αληθινή. Υπάρχει γύρω μας. Είναι και καλή και κακή και θύτης και θύμα.
Στο έργο τίθεται το ερώτημα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Τι πιστεύεις γι’ αυτό; Δεν πιστεύω ότι υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. Και εννοώ ότι εγώ την πραγματικότητα μου την ορίζω μέσα από τις σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους. Και επειδή όσοι είναι οι άνθρωποι τόσες είναι και οι οπτικές γωνίες κι οι αλήθειες του καθενός είναι διαφορετικές από του άλλου, όσο και αν προσπαθείς να μπεις στην θέση του, δεν θα μπορέσεις να δεις ποτέ ακριβώς αυτό που βλέπει. Άρα δεν υπάρχει μία πραγματικότητα. Ο καθένας έχει την δική του.
Και πώς επικοινωνούμε; Επικοινωνούμε μέσω των αισθήσεων. Κι επίσης επικοινωνούμε επειδή όλοι οι άνθρωποι έχουμε τις ίδιες ανάγκες, εκ των οποίων οι βασικές η είναι ανάγκη για αγάπη κι η ανάγκη για επιβεβαίωση, τις οποίες καλύπτουμε όλοι μας μέσω των άλλων. Για να καλύψουμε αυτές τις ανάγκες δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε πάνω σε κάτι. Το ουσιώδες είναι να σε ανακαλύψει ο άλλος μέσω των αισθήσεων. Οι άνθρωποι έχουμε συμφωνήσει πάνω σε γενικές αλήθειες, αλλά επί της ουσίας δεν επικοινωνούμε εύκολα. Θέλω να πω, πως αν ένας άνθρωπος πέσει στο δρόμο, οι υπόλοιποι γύρω του θα αντιδράσουν με τελείως διαφορετικό τρόπο, γιατί το αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Σ’ όλη μας τη ζωή προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να επικοινωνήσουμε με τους άλλους. Μέσα στο έργο η αθανασία παρουσιάζεται εφιαλτική. Εσύ πώς την αντιλαμβάνεσαι; Είναι ένα θέμα το οποίο αποφεύγω συστηματικά να σκεφτώ, για λόγους καθαρά ωφελιμιστικούς. Είμαι σίγουρη ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να το αντιμετωπίσω, αλλά για την ώρα αρνούμαι.
Έχεις πει πως το «Από μακριά» είναι το καλύτερο έργο του Θοδωρή... Το θεωρώ το καλύτερο. Γιατί σ’ αυτό το έργο, ο Θοδωρής έχει καταφέρει να χρησιμοποιήσει διαφορετικούς θεατρικούς κώδικες και παρόλα αυτά να’ ναι απολύτως κατανοητό. Έχει χρησιμοποιήσει το interactive ως απολύτως αναγκαίο για την εξέλιξη του έργου και ταυτόχρονα ρόλους διαφορετικής θεατρικής καταγωγής. Για παράδειγμα ο δικός μου ρόλος είναι πιο κοντά στο boulevard, ο ρόλος του Γιώργου (Καπουτζίδη) είναι πιο κοντά στη φάρσα, ενώ ο ρόλος του Θοδωρή είναι πιο κοντά στο ψυχολογικό θέατρο. Παράλληλα, δραματουργικά έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που χειρίζεται το παρόν και το μέλλον. Όλα αυτά τα οποία θεωρώ πολύ δύσκολα, ο Θοδωρής κατάφερε να τα συνδυάσει μ’ έναν τρόπο αριστοτεχνικό και αυτό μ’ αρέσει πολύ. Όπως επίσης και το θέμα του έργου που αναφέρεται στην αλήθεια του καθενός.
Μίλησε μου για την άλλη παράσταση στην οποία πρωταγωνιστείς; Αυτή η δουλειά είναι τελείως διαφορετική και μ’ αρέσει πολύ που δουλεύω σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας και ταυτόχρονα σ’ έναν χώρο τελείως διαφορετικό, off broadway. Και οι δυο παραστάσεις είναι φτιαγμένες με πολύ μεράκι. Δεν μ’ αρέσει να κατηγοριοποιώ και να βάζω ταμπέλες. Οι παραστάσεις χωρίζονται μόνο σε καλές και σε κακές. Το θέατρο είναι ένα και πρέπει να συνυπάρχουν όλα τα είδη. Αυτή η παράσταση, η «Γλυκιά Οφηλία» που παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο στούντιο «Κινητήρας» έχει γίνει από μία νέα σκηνοθέτη, την Ιωάννα Ρεμεδιάκη της οποίας δουλειά είχα δει πέρσι το καλοκαίρι το «Χώρο Άμλετ» και μου άρεσε πολύ. Μου πρότεινε λοιπόν να είμαι τώρα σ’ αυτήν την περφόρμανς που βασίζεται στην Οφηλία του Σαίξπηρ και την τοποθετεί στην Αθήνα του σήμερα. Με αφορμή το κείμενο, έγινε μία έρευνα πάνω στο πως θα ήταν η Οφηλία σήμερα, ποια θα ήταν η σχέση της με τον κοινωνικό περίγυρο, τι θα σκεφτόταν, τι θα την απασχολούσε. Απαρτίζεται από διάφορα αυτοσχεδιαστικά κείμενα που προέκυψαν μέσα από τις πρόβες. Είναι ένας άλλος τρόπος δουλειάς, καινούριος για μένα. Γι’ αυτό και χάρηκα αλλά και δυσκολεύτηκα, αφού έπρεπε πολύ άμεσα και απότομα να καταθέσεις πράγματα από τον εαυτό σου. Τι σε έλκει και τι σε απωθεί σε αυτή τη δουλειά; Ο βασικότερος λόγος που κάνω αυτή την δουλειά είναι γιατί μου αρέσει να γνωρίζω νέους ανθρώπους και να έρχομαι σε επαφή με διαφορετικές προσωπικότητες. Με τις οποίες μπορεί και να μην ταιριάζεις και να είσαι σε τριβή μαζί τους, αλλά πρέπει να βρεις έναν τρόπο επικοινωνίας προς όφελος της δουλειάς. Αυτό είναι που σου ανοίγει πολλούς ορίζοντες και φυσικά είναι και πολύ γοητευτικό. Πιστεύω πως μέσα από την δουλειά έχω γίνει καλύτερος άνθρωπος, πιο ανοιχτός, πιο ανεκτικός και πιο υπομονετικός κι έχω μάθει πως δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να το θεωρήσεις απόλυτο. Αυτή η δουλειά παραμένει για μένα ένα μυστήριο, οι πρόβες, η προσπάθεια, το ότι μπαίνεις στον κόσμο ενός έργου και προσπαθείς να τον ζωντανέψεις. Το θέατρο είναι ένα κομμάτι ζωής. Ο καθένας μπορεί να ανακαλύψει μια πτυχή του εαυτού του μέσα από ένα ρόλο. Είναι πολύ παρηγορητικό το ότι υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που μπόρεσαν κι «έκλεψαν» μια στιγμή από την αυθεντική ζωή, την έγραψαν σ’ ένα χαρτί με μια εκπληκτική διαύγεια και μου δίνεται η ευκαιρία να την αναπαραστήσω με κάποιο τρόπο. Πρόσφατα είδα τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ και ένιωσα παρηγοριά αλλά και συντροφικότητα. γιατί κατάλαβα ότι δεν ήμουν μόνη. Κι άλλοι άνθρωποι, είχαν τις ίδιες με μένα σκέψεις. Δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι που επί της ουσίας να με απωθεί. Η καθημερινότητα που είναι ενοχλητική για όλους τους ηθοποιούς με ενοχλεί και μένα, αλλά δεν με απωθεί. Η γκρίνια γενικά είναι λίγο έμφυτη στους ηθοποιούς. Αυτή η δουλειά έχει τόσες δυσκολίες που η επαναληπτικότητα είναι το μικρότερο κακό.
Εξήγησέ μου...Τι είναι αυτό που σε δυσκολεύει... Με δυσκολεύει πολύ η ίδια η φύση της δουλειάς. Η έκθεση είναι ένα πρόβλημα, δεν είναι πάντα εύκολο να την υφίστασαι. Ακόμα και η δημιουργική φάση της δουλειάς μερικές φορές είναι επώδυνη. Έχω νιώσει ότι έχω αποτύχει κάποιες φορές, ότι δεν μπόρεσα να ερμηνεύσω κάποιους ρόλους, ούτε καν μέτρια. Αυτό έχει πολύ μεγάλο κόστος. Η συνείδηση της αποτυχίας σου. Κι επειδή σ’ αυτή τη δουλειά τα μόνα «εργαλεία» που διαθέτεις είναι ο ψυχισμός και το σώμα σου, γίνεται υπαρξιακή η αποτυχία. Όμως ταυτόχρονα σε κάνει πιο δυνατό και πρέπει να το αντιμετωπίζεις ως ενδεχόμενο στη δουλειά αυτή και στην ζωή εν γένει. Έχω περάσει πολύ ωραία αλλά και πολύ δύσκολα πάνω στην σκηνή. Έχω πάθει και κρίση πανικού. Στις συνεργασίες μου, κατά κύριο λόγο, έχω ευτυχήσει. Έχω κάνει πολλούς φίλους και δεν έχω νιώσει ανταγωνισμούς και πισώπλατα μαχαιρώματα.
Με ποιο κριτήριο επιλέγεις τους ρόλους που υποδύεσαι; Μία δουλειά είναι κατά βάσει οι συνεργάτες. Όχι για να περάσεις καλά, να έχεις καλή παρέα αλλά για να μπορείς να συνεργαστείς με αυτούς τους ανθρώπους κι αυτό συνεπάγεται ότι έχετε κοινή αντίληψη πάνω στο δημιουργικό μέρος, ότι μιλάς την ίδια γλώσσα. Αν ο ένας μιλάει κινέζικα κι ο άλλος γαλλικά πολύ δύσκολα θα συνεννοηθείτε. Έχω αρνηθεί πολλούς ρόλους, επειδή ήξερα ότι δεν υπήρχε σημείο επαφής. Γιατί κι ο πιο μεγάλος ρόλος, αν δεν υπάρχει κοινή καλλιτεχνική αντίληψη, θα καταλήξει αδιάφορος. Όταν μιλάω για κοινή αντίληψη, δεν εννοώ βέβαια πλήρη ταύτιση. Γιατί κι αυτό είναι βαρετό. Είναι ωραίο να υπάρχει ένα σημείο αντίστασης. Οι πιο ευτυχείς δουλειές είναι αυτές στις οποίες συναντιούνται άνθρωποι διαφορετικών τρόπων και προσπαθούν να βρουν ένα κοινό τρόπο ώστε να συνεννοηθούν. Έχεις πει ποτέ ότι θα ήθελες ν’ αλλάξεις δουλειά; Πολλές φορές το’ χω πει. Όχι επειδή δεν μ’ αρέσει αλλά επειδή θα’ θελα να κάνω χιλιάδες άλλα πράγματα. Θα’ θελα να κάνω μια δουλειά που να απαιτεί να ταξιδεύω πολύ. Να ‘μουν ας πούμε στους Γιατρούς χωρίς σύνορα, ή διασώστης στα Ε.Μ.Α.Κ. Ή ακόμα και κάτι διαφορετικό όπως το να ήμουν βιβλιοθηκονόμος στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ακόμα θα μου άρεσε να κάνω οποιαδήποτε δουλειά στον κινηματογράφο ή και να δουλεύω πίσω από την σκηνή, ως σκηνογράφος, ως φωτιστής, ως ενδυματολόγος.
Σκηνοθέτης; Δεν το αποκλείω. Με έλκει ως ένα βαθμό, αλλά όχι ακόμα τόσο ώστε να το κάνω πράξη. Μακάρι να’ χα πολλές ζωές και να μπορούσα να τα δοκιμάσω όλα.
Τι γνώμη έχεις για το Φεστιβάλ Αθηνών; Είμαι θερμός οπαδός του Φεστιβάλ και ως θεατής έχω δει σπουδαίες παραστάσεις. Πιστεύω πως έχει δημιουργηθεί ένας καλλιτεχνικός πυρήνας στην Πειραιώς, όπου και γίνεται ανταλλαγή απόψεων και ιδεών. Ενδεχομένως αν υπήρχε οικονομική δυνατότητα θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερες παραστάσεις που θα αφορούσαν και περισσότερο κόσμο. Αλλά πάντα πρέπει να πηγαίνεις με τα μέσα που διαθέτεις. Αυτή τη στιγμή το φεστιβάλ είναι προσανατολισμένο σε έναν προγραμματισμό βάσει καλλιτεχνικών κριτηρίων κι αυτό εμένα μου αρέσει πολύ. Επίσης δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι κάποιοι αποκλείονται συστηματικά. Γενικότερα πιστεύεις πως οι πολιτιστικοί φορείς στηρίζουν το θέατρο; Όχι. Αλλά ως ένα βαθμό, τεράστια προβλήματα δημιουργεί η έλλειψη χρημάτων. Ποιος θα δώσει λεφτά για το θέατρο όταν η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι έτσι όπως είναι σήμερα; Από κει και πέρα υπάρχουν πολλά θεσμικά προβλήματα, αλλά για να μιλήσουμε για όλα αυτά χρειάζεται μια άλλη συνέντευξη!
Τι πιστεύεις για την ελληνική θεατρική παιδεία; Η παιδεία εν γένει είναι ελλιπής και η θεατρική παιδεία έχει τεράστιο πρόβλημα. Έχει βιομηχανοποιηθεί εξ αιτίας της ύπαρξης πολλών δραματικών σχολών που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Από τη στιγμή όμως που το κράτος δίνει άδειες σε πάρα πολλές σχολές, από τις οποίες αποφοιτούν τόσα παιδιά, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος οδηγεί σε μια τεράστια αύξηση της ανεργίας.
Ποια προσόντα πρέπει να’ χει ένας ηθοποιός; Κάθε καλλιτέχνης οφείλει να’ χει μια αισθαντικότητα, να’ χει ευαίσθητες κεραίες, ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του. Από κει και πέρα χρειάζεται επιμονή, υπομονή και γερό στομάχι. Ποιο επαγγελματικό σου όνειρο δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα; Θα ‘θελα να παίξω ένα ρόλο στην Επίδαυρο. Δεν ονειρεύομαι κάποιον συγκεκριμένο ρόλο. ΘΑ ήθελα να μπορούσα να παίξω και τους γυναικείους και τους αντρικούς χαρακτήρες. Κατά περιόδους όμως οι επιθυμίες αλλάζουν. Αυτόν τον καιρό ας πούμε, θα ‘θελα να παίξω τον «Οιδίποδα» και ας ξέρω ότι δεν μπορώ. Έπειτα, για συναισθηματικούς λόγους, επειδή την είχα παίξει στη σχολή, θα’ θελα να κάνω «Ηλέκτρα». Με γοητεύουν πολύ η «Μήδεια» που είναι μυστηριώδης και η «Άλκηστις» αλλά ακόμα και ο «Κρέοντας». Αυτό που με γοητεύει περισσότερο απ’ όλα είναι το θέατρο της Επιδαύρου. Επίσης θα ‘θελα να κάνω ένα μιούζικαλ. Κι επειδή με γοητεύει πάρα πολύ η γλώσσα, θα’ θελα να κάνω και κάτι από Κρητικό θέατρο. Γενικά δεν ονειρεύομαι ρόλους, αλλά χώρους κι ανθρώπους,. Θα’ θελα να μπορούσα να δουλέψω κάτω από διαφορετικές συνθήκες και να δοκιμάσω τα πάντα!
Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Από 25 Φεβρουαρίου θα πάμε Θεσσαλονίκη με το «Από μακριά» κι η «Γλυκιά Οφηλία» θα παίζεται όλο τον Μάρτιο, ίσως μάλιστα να συνεχιστεί κι αργότερα.
|
Σχόλια
sugxarhthria, kuriws se esena!
dhladh, apla rwtane, den katalabainoun thn apanthsh h den tous noiazei na katalaboun kai meta rwtane kapoio asxeto pali polu shmantiko erwthma.
sthn ousia tote den bgazeis kapoio sumperasma…
gia auto mou aresoun oi douleies su marialena! giati diavazontas tes mono na kerdisw exw!