Σχετικά άρθρα
ΕΛΛΗ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (2012) |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τετάρτη, 11 Ιούλιος 2012 07:50 | |||
Έλλη Παπακωνσταντίνου
Τι συνδέει το έτος 1836 με το 2012; Το τέλμα ενός πολιτικού συστήματος που έφτασε στα όριά του, συνοδεία δυσβάσταχτης φορολόγησης των πολιτών και κρατικής καταστολής; Η απουσία ενός νέου παγκόσμιου κινήματος ικανού να δώσει ελπίδα στον καταπιεσμένο λαό; «Κυρίες και Κύριοι. Δείτε την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού! Τα πάντα προοδεύουν!» σαρκάζει ο Μπύχνερ που ενώ γράφει επαναστατικά μανιφέστα, όπως τον «Ταχυδρόμο της Έσσης», στο θέατρο παράλληλα πλάθει αντιήρωες και μεγάλους χαμένους. Η Έλλη Παπακωνσταντίνου σκηνοθετεί για το Φεστιβάλ Αθηνών, το «Κουαρτέτο Βόυτσεκ» και με την ευκαιρία συζητάμε για την παράσταση, τα βιώματά μας στις δύσκολες μέρες της κρίσης και την νέα τέχνη που ετοιμάζεται να γεννηθεί. Η δραματουργία έχει προκύψει από έναν συνδυασμό του λιμπρέτου της όπερας του Άλμπαν Μπέργκ με το θεατρικό έργο του Μπύχνερ; Είναι κυρίως το κείμενο του Μπύχνερ αλλά μ’ ενδιαφέρει ζωτικά το στοίχημα της μουσικής γιατί δεν θέλω να σκηνοθετήσω μια παράσταση που να αφορά στους καλούς και κακούς Γερμανούς με λαϊκίστικο τρόπο, ούτε να δίνει την εικόνα ενός κακόμοιρου Βόυτσεκ. Βρίσκω ότι μέσα απ’ την μουσική, ο ρεαλισμός αποκτά μία ποίηση που την έχει ανάγκη το ίδιο το έργο. Οπότε οδηγήθηκα πολύ νωρίς προς την κατεύθυνση της. Με ενδιέφερε το ότι ο Βόυτσεκ έχει πολλά τραγούδια μέσα στο έργο, κάποια απ’ τα οποία ήταν και λαϊκά άσματα της εποχής. Οπότε, μέσα απ’ την έρευνα σχετικά με το μουσικό μέρος του έργου μαζί με την δουλειά που κάναμε στον Άλμπαν Μπέργκ, δημιουργήσαμε τελικά μια σύνθεση, όπου παρακολουθούμε, όσον αφορά την δραματουργία, μια συναυλία. Πρόκειται για τέσσερεις μουσικούς περφόρμερ εξ ου και Κουαρτέτο Βόυτσεκ , ο πέμπτος είναι ο Γερμανός. Και κατά την διάρκεια αυτής της συναυλίας προκύπτουν σχέσεις, μπαίνει η πρόζα μέσα στα τραγούδια, μελοποιούνται ολόκληρες σκηνές. Δεν είναι ακριβώς η όπερα του Μπεργκ αλλά παίζουμε πάνω σε μοτίβα μουσικά που εμπεριέχονται στην όπερα.
Άρα πρόκειται για μια καινούργια σύνθεση. Αλλά με μουσικά στοιχεία της όπερας τα οποία συνυπάρχουν με ελληνικές λαϊκές μελωδίες. Είναι δύο τραγούδια αλλά καλύτερα να μην τα αποκαλύψουμε πριν την πρεμιέρα. Το στοίχημα ήταν να δομηθεί η παράσταση πάνω σε τρεις μεγάλες «τράπεζες» από τις οποίες αντλεί υλικό: Η μία αφορά τον ρεαλισμό αφού για πρώτη φορά εργάτες, πρόσωπα του προλεταριάτου, γίνονται πρωταγωνιστές, η άλλη αφορά τις φιγούρες αυτές των στρατηγών που εκπροσωπούν την εξουσία…
Και που είναι σουρεαλιστικές. Ακριβώς. Που αντλούν την καταγωγή τους από Κομμέντια ντελ άρτε, από στοιχεία λαϊκού θεάτρου βέβαια κι όπου έχουμε εντάξει τα λαϊκά άσματα. Κι η τρίτη αφορά ένα είδος τραγουδιών που ήταν ιδιαίτερα διαδομένα στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Είναι τραγούδια που έχουν να κάνουν με τον θάνατο, τα μοριτάλ, τα οποία παίζονταν στο μηχανικό πιάνο, στο δρόμο, από πλανόδιους μουσικούς που τα τραγουδούσαν κιόλας.
Πολύ ενδιαφέρον αυτό το στοιχείο. Ναι… Σε όλη την παράσταση με ενδιαφέρει μέσα από την μουσική να βρω έναν ενδιαφέροντα τρόπο να μιλήσω για τα πολιτικά. Αναζητούσα πολύ καθαρές αναφορές σε σχέση με τα ξένα τραγούδια που θα εντάσσονταν στην παράσταση. Οι γνώσεις σου στη μουσική αλλά κι οι σπουδές σου στην σχολή Καλών Τεχνών φαίνεται να έχουν επηρεάσει έντονα την αισθητική αλλά και το περιεχόμενο των παραστάσεών σου. Ούτως ή άλλως στην περφόρμανς συνομιλούν πολλές διαφορετικές μορφές τέχνης. Τώρα πια, ψυχανεμίζομαι, ότι έχουμε ξεπεράσει τα γνωστά στεγανά κι εμφανίζεται μια άλλη αισθητική που δεν την έχουμε ακόμα κατανοήσει πλήρως, Το παλιό μοντέλο είχε να κάνει με την παγκοσμιοποίηση και την ανταλλαγή ετερόκλητων υλικών που συντίθενται σε ένα σώμα, κάτι που αντανακλά σε μία πραγματικότητα που βιώσαμε. Νομίζω τώρα περνάμε σε μια άλλη πολιτική περίοδο όπου δημιουργούνται πολίτες δύο ταχυτήτων. Ας μην πούμε παγκοσμίως αλλά σίγουρα Ευρωπαϊκά.
Πάντως απ’ ότι έχω παρατηρήσει, ότι γίνεται στη Δύση, μ’ έναν άλλο τρόπο γίνεται και στην Μέση Ανατολή. Ναι. Οπότε αυτή είναι η πραγματικότητα εδώ και λίγα χρόνια. Δημιουργείται σιγά-σιγά μια νέα τάξη υποπρολετάριων οι οποίοι δεν θα έχουν την δυνατότητα να ταξιδέψουν.
Κι επίσης δεν θα έχουν την δυνατότητα να καλλιεργηθούν, να σπουδάσουν. Φυσικά γιατί η αστική τάξη θα συρρικνωθεί. Η ψαλίδα θα ανοίξει πάρα πολύ και νομίζω ότι σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση και το μεταμοντέρνο, θα δημιουργηθεί μια νέα συνθήκη και στην τέχνη. Αυτή η απόκλιση η μεγάλη ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, αυτό το κενό κι ο θυμός που θα δημιουργηθεί απ’ αυτό, θα σπάσουν τις παλιές και θα δημιουργήσουν, καινούργιες φόρμες. Θα τις αναζητήσει η τέχνη προκειμένου να εκφράσει αυτό το θυμό και τελικά να αντισταθεί. Να σταθεί ισοδύναμα απέναντι στα κινήματα που αυτή τη στιγμή δυναμώνουν αν και δεν υπάρχει ακόμα ένα ισχυρό ρεύμα, μια επανάσταση. Διανύουμε μια μεταιχμιακή περίοδο, χωρίς ορίζοντα, χωρίς να έχουμε καν συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει…
Υπάρχει όμως μια τεράστια κινητικότητα. Ακριβώς. Διανύουμε μια περίοδο μεγάλης αναταραχής και μετατοπίσεων… Επίσης συμβάλλει κι η ταπείνωση που νοιώθει ο πολίτης ο απλός άνθρωπος εννοώ, που έζησε με κάποια δικαιώματα τα οποία τώρα έχει χάσει κι αυτό τον εκθέτει κι απέναντι στον κοινωνικό του περίγυρο κι απέναντι στην οικογένειά του και κυρίως απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη. Ναι αυτό είναι πολύ σωστό και νομίζω ότι αφορά έντονα τον καλλιτεχνικό κόσμο. Τώρα ας πούμε, δες αυτό με την συνένωση του υπουργείου πολιτισμού με το Παιδείας. Το οποίο βεβαίως είναι πιο συγγενές θεωρητικά από το υπουργείο τουρισμού αλλά δεν θα έπρεπε να υπάρχει απλά ένα αυτοκέφαλο υπουργείο πολιτισμού; Να ξέρουμε ποιος είναι ο υπουργός. Γιατί τώρα ο κάθε υπουργός κρύβεται κάτω από την διπλή του υπόσταση. Αντιμετωπίζεται ο πολιτισμός στη χώρα μας σαν να ήταν κάτι περιθωριοποιημένο και επικίνδυνο. Νομίζω ότι είναι πολύ συνειδητή αυτή η επιλογή της υπονόμευσης και της φίμωσης του καλλιτεχνικού χώρου. Αυτή την εποχή, μια εποχή δράσης κι αλλαγών η τέχνη οφείλει να σταθεί πλάι στους ανθρώπους που βρίσκονται έξω, στο δρόμο. Δεν μπορεί να είναι πιο ευφάνταστες οι πορείες απ’ ότι είναι η σκηνική μας πράξη.
Εδώ ο κόσμος χάνεται… Ακριβώς. Τι να κάνουμε; Αστικό θέατρο, μεταμοντέρνο θέατρο; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα μέσα από τις ήδη γνώριμες κατηγορίες γιατί καταρρέει το σύμπαν γύρω μας.
Σπάνε όλες οι δομές. Ακριβώς. Και στη σκηνή πρέπει να αντανακλά αυτό. Ή έστω να αφουγκραστούμε το έξω και να το φέρουμε μέσα. Από την άλλη πλευρά η νέα γενιά έχει κάνει μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Ναι, είναι σωστό. Η δική μου η γενιά και η προηγούμενη, περάσαμε σε αισθητισμούς, σε μια πιο ελιτίστικη κι ακραία εκδοχή της τέχνης.
Και μέσα από την έρευνα… Κάτι που δεν είναι καθόλου κακό εννοείται αλλά πραγματικά πιστεύω ότι τα νέα δεδομένα θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν και την οπτική μας για την τέχνη και σε σχέση με την απομόνωση των καλλιτεχνών που δουλεύουν ο καθένας με την ομάδα του, στο χώρο του. Θα πρέπει να συσπειρωθούμε. Και το Βυρσοδεψείο μέσα από μια τέτοια οπτική, την λογική ενός μοντέλου αυτοδιαχείρισης, μέσα από έναν άλλο τρόπο οργάνωσης και αντίστασης, κι επίσης και καλλιτεχνικής ανταλλαγής, το προτείναμε. Γιατί ο οποιοσδήποτε χώρος που επιτρέπει τις ανταλλαγές, που δημιουργεί μια τέτοια συνθήκη, ευνοεί την συσπείρωση. Για πολλά χρόνια η Ελληνική τέχνη ήταν απολιτική.
Ήταν μια περίοδος που δεν υπήρχε γενικότερα έντονη πολιτική συνείδηση. Είχε ανάγκη κιόλας ο κόσμος να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα. Ναι, υπήρχε περισσότερο το «life style», στην δεκαετία του -90. Κι αυτό νομίζω προσδιόρισε και την καλλιτεχνική παραγωγή σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως προσδιόρισε και την καθημερινότητα των ανθρώπων. Έχουμε κι ένα θέμα εμείς οι Έλληνες με την εισαγωγή ξένων προτύπων. Τα παίρνουμε και τα φοράμε στην τέχνη, στη ζωή μας...
Κι όμως έχουμε στη χώρα μας και εξαιρετική παράδοση και ταλέντα. Ναι, φοβερά ταλέντα. Το πιστεύω ακράδαντα. Αυτό που μας έλλειπε και που ελπίζω να αποκτήσουμε τώρα μέσα από μια διαφορετική στάση γενικότερα, από μια συνοχή του κοινωνικού ιστού, που τώρα αρχίζει δημιουργείται, αυτό που έλλειπε εδώ και πολλά χρόνια από την ελληνική πραγματικότητα είναι ένα μέτωπο, μια ανατροπή. Αυτό εξέλειπε κι από την πλευρά της πολιτείας αλλά κι από την πλευρά των θεωρητικών. Στο εξωτερικό οι θεωρητικοί δεν αρκούνται σε κριτικές αλλά οριοθετούν ένα ολόκληρο ρεύμα. Είμαστε τώρα στην ιστορική στιγμή την κατάλληλη για να συμβεί κι εδώ αυτό.
Για να αποκτήσει μια ταυτότητα σε όλα τα επίπεδα η Ελληνική τέχνη. Ναι. Μπορούν να συμπορευτούν και οι εικαστικοί και άλλοι καλλιτέχνες αλλά χρειάζεται μία θεωρητική ομπρέλα. Οι κατηγοριοποιήσεις αδικούν βέβαια μερικές φορές τους καλλιτέχνες αλλά είναι ένας τρόπος για να αποκτήσουν ταυτότητα οι δράσεις και την δυνατότητα να συγκλίνουν.
Και νομίζω ότι κάτω από αυτήν την ομπρέλα θα μπορέσουν να ενταχθούν οι διαφορετικότητες των καλλιτεχνών. Φυσικά.
Θέλω επίσης να επισημάνω εδώ πως θα πρέπει να μετρηθεί ίσως και μια άλλη παράμετρος. Που αφορά το κοινό. Θαυμάσια η ερευνητική δουλειά στο θέατρο αλλά δεν μπορεί κανείς πια να αγνοεί το κοινό. Θα πρέπει να υπάρξει, να αποκατασταθεί μια στερεή γέφυρα επικοινωνίας με το κοινό. Δεν μπορούμε πια να το αγνοούμε. Το δημοτικό τραγούδι ήταν λαϊκή τέχνη. Η τραγωδία ήταν λαϊκή τέχνη. Ο Σαίξπηρ, η όπερα, το ίδιο. Η διαχρονικότητα του Ελληνικού κινηματογράφου του -60 και του -70 οφείλεται στη δυνατή σχέση που έχει δημιουργήσει με το κοινό. Ακριβώς. Μιλάμε για την φόρμα, για την αισθητική αλλά δεν έχει να κάνει μόνο μ’ αυτήν, έχει να κάνει και με το αν το περιεχόμενο αφορά το σήμερα. Ας προχωρήσει η αισθητική, ας βρούμε μία νέα αισθητική αλλά να έχει και μία σχέση με τα βιώματά μας. Και το κοινό έχει μια άλλη αντίληψη των πραγμάτων πια. Έχεις κατέβει σε μία πορεία; Έχεις ζήσει την κόλαση. Δεν σου αρκεί μετά το να πας στο θέατρο για να δεις απλά ανθρώπους να αρθρώνουν πολύ καθαρά. Η ίδια η πραγματικότητα μας εκπαιδεύει όσον αφορά τον τρόπο και τους νέους κώδικες επικοινωνίας. Τις νέες δυναμικές του σώματος… Εμένα το λαϊκό θέατρο μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ. Πως μπορεί πλέον περισσότερος κόσμος να έρχεται στο θέατρο και το θέατρο να σπάσει τα στεγανά του, να σπάσει τους τέσσερις τοίχους και να βγει έξω, ακόμα και με δράσεις σε δημόσιους χώρους… Ας πάψουμε να σκεφτόμαστε μόνο με όρους τέχνης, ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και με όρους πολιτικής. Εγώ τουλάχιστον πρωτογενώς με την ιδιότητα του πολίτη στέκομαι απέναντι στη δουλειά μου και στους ηθοποιούς μου. Δεν με ενδιαφέρει η ραφιναρισμένη τέχνη. Δέχομαι τις ατέλειες, το μπρουτάλ στοιχείο, από πρόθεση. Και το λέω γιατί ο αισθητισμός νομίζω πως είναι το κατάλοιπο ενός μικροαστισμού το οποίο πρέπει πια να διαλυθεί. Ας κάνουμε άσχημες παραστάσεις αλλά να λένε κάτι. Κάτι που να αφορά το σήμερα, που να αφορά τους πολίτες οι οποίοι στέκονται απέναντί μας. Γιατί πηγαίνουμε στο θέατρο; Για να περάσουμε καλά και να φάμε μετά μπριζόλα; Αυτό ούτως ή άλλως έχει τελειώσει. Δεν μπορεί να το κάνει πλέον κανείς. Θα πηγαίνουμε στο θέατρο όπως κατεβαίνουμε στην πορεία. Θα λέμε «κατεβαίνω σε μία παράσταση». Ακόμα και το λεξιλόγιό μας πρέπει να αλλάξει σε σχέση με την τέχνη και σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα.
Βλέποντας πόσο γρήγορα ανατρέπονται τα δεδομένα… Και το βλέπω αυτό που λες, καθαρά στο βυρσοδεψείο όπου ξεκινήσαμε με συζητήσεις. Μιλάμε για το «ΜΕΤΑ, μια παράσταση για την καταστροφή» από την ομάδα ODC , σε σκηνοθεσία δική σου. Πόσοι αλήθεια δούλεψαν γι’ αυτή την παράσταση, συνολικά; Δούλεψαν γύρω στους εκατό ανθρώπους. Ξεκίνησε ως μία ανοιχτή συζήτηση για το μέλλον της πόλης, για το «μετά» της κάθε συνθήκης. Το «μετά» του μνημονίου ας πούμε. Από τον κόσμο που παρακολούθησε αυτές τις συζητήσεις, πολλοί έμειναν ως εθελοντές, άλλοι αποχώρισαν και μετά συμμετείχαν ως θεατές ή βοηθώντας με οποιοδήποτε τρόπο. Ήταν μια τρέλα. Έπρεπε να φτιάξουμε το χώρο για οκτώ παραστάσεις, χωρίς καμία διαφήμιση, χωρίς παραγωγή, γιατί έτσι το θέλαμε. Θέλαμε όλη αυτή τη «δυναμική» να την οργανώσουμε και να την επικοινωνήσουμε. Για μένα ήταν τεράστια ανατροπή όλο αυτό. Η γενναιοδωρία όλων όσοι συμμετείχαν που δούλεψαν σκληρά και αφιλοκερδώς. Ήρθε πολύς κόσμος και τελικά παίξαμε την παράσταση για δυόμιση μήνες. Κι έτσι κρατήθηκε ο χώρος για έναν χρόνο. Αλλά μέσα από μια πολιτική θέση. Γι’ αυτό κι όταν τελείωσε η παράσταση, όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έφυγαν, συνέχισαν να δουλεύουν με μία σπάνια γενναιοδωρία και συλλογικότητα, για τους επόμενους. Νοιώθω υπόχρεη απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους γιατί μου έδωσαν ελπίδα και πίστη σε δύσκολους καιρούς. Και μάλιστα τώρα που ο χρόνος μετράει πολύ περισσότερο για όλους μας αφού πρέπει να κάνουμε τις διπλάσιες δουλειές για να βγάλουμε τα μισά λεφτά. Πιστεύω στις συλλογικότητες, νομίζω ότι μόνο εκεί υπάρχει μέλλον, οι παρέες γράφουν την ιστορία.
Όμως εν τέλει λειτουργούν οι συλλογικότητες στη χώρα μας; Αυτό το συλλογικό μοντέλο είναι νέο για μας, είναι και ξένο προς την έως τώρα κουλτούρα μας, προσπαθούμε να το διαχειριστούμε γιατί δεν έχει προηγηθεί ένας Μάης του -68, δεν υπάρχει τέτοια παράδοση στη χώρα μας. Έχουμε έντονο «εγώ» δεν έχουμε εμπεδώσει την κουλτούρα της κολεκτίβας. Πρέπει να το κατακτήσουμε όλο αυτό σιγά-σιγά. Γιατί δεν ελέγχεται από το σύστημα. Εκεί παίζεται το στοίχημα. Στο κατά πόσον μπορεί τελικά όλο αυτό να λειτουργήσει και να παραμείνει και μέσα στο χρόνο. «Κουαρτέτο Βόυτσεκ» Πειραιώς 260, Κτίριο Ε 12 και 13 Ιουλίου στις 21.00, 14 Ιουλίου στις 23.00
|