Σχετικά άρθρα
ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Πέμπτη, 29 Ιούλιος 2010 18:09 |
Οιδίπους τύραννος του Σοφοκλή
Το έργο αυτό του Σοφοκλή, το πρώτο μιας τριλογίας από την οποία έχει διασωθεί επίσης ο Οιδίπους επί Κολωνώ, γραμμένο πιθανώς μεταξύ 430 και 420 π.Χ., αντλεί κατά πάσα πιθανότητα τον μύθο του κυρίως από τις χαμένες επικές συνθέσεις Θηβαϊκά και Οιδιπόδεια, και εξιστορεί το πάθος ενός από τους πιο αθώους ίσως τραγικούς ήρωες, ο οποίος πλήρωσε την ύβρη που κληροδοτήθηκε σ’ αυτόν από τους προγόνους του, ενώ η Νέμεσις συνεχίστηκε από γενιά σε γενιά ως την πλήρη σχεδόν εξόντωση της οικογένειας. Δεν είναι τυχαίο πως η ρίζα της ύβρεως μας οδηγεί στον Διόνυσο αφού ο γιος του Κάδμου, Πολύδωρος, ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας ήταν ο πατέρας του Λάβδακου, ο οποίος αρνούμενος να λατρέψει τον Διόνυσο, κατέληξε βορά των μαινόμενων Βακχών. Ο γιος του, ο Λάιος, εκδιώχτηκε από τον θρόνο του και κατέληξε στο Άργος, φιλοξενούμενος του βασιλιά Πέλοπα. Ασέλγησε όμως στον νόθο γιο του, τον Χρύσιππο ο οποίος και αυτοκτόνησε ή κατά μία άλλη εκδοχή τον σκότωσαν τα αδέλφια του Ατρέας και Θυέστης. Η ύβρις του Λάιου προκάλεσε την οργή κάποιων από τους θεούς οι οποίοι έπλεξαν γύρω του το δίχτυ τους για να παγιδέψουν τον ίδιο, τον γιο του και την βασίλισσα, γυναίκα του. Η Ιοκάστη μέθυσε ένα βράδυ το βασιλιά κι έκανε μαζί του αυτό το αρσενικό παιδί, που σύμφωνα με τον καθαρότατο χρησμό του Απόλλωνα επρόκειτο να σκοτώσει τον πατέρα του και να βασιλεύσει στη θέση του. Δεν είναι τυχαία η «προϊστορία» του μύθου που θα μπορούσε να αποτελεί ένα βοήθημα για την καλύτερη κατανόηση του τραγικού ήρωα και της μοίρας του αλλά και του συνόλου των διαπλοκών οι οποίες σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης εμφανίζονται ως οι ακαταμάχητες βουλήσεις του Θείου για να αποδειχτούν μέσα από μια πιο προσεκτική μελέτη τους, τα αποτελέσματα των ενεργειών των ίδιων των θνητών. Οι οποίοι παραβιάζοντας ζωτικούς για την επιβίωση και την εξυγίανση μιας κοινωνίας, ηθικούς κανόνες, όχι μόνο προκαλούν το μίασμα αλλά ταυτόχρονα κληροδοτούν στους απογόνους τους, την ύβρη, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις στοιχειοθετεί βάναυσα την «τραγική» τους μοίρα. Στην ιστορία των Λαβδακιδών, και στον Οιδίποδα πολύ περισσότερο εφ’ όσον έχουμε να κάνουμε με έργο του Σοφοκλή, οι Θεοί, εξαιρώντας τον Διόνυσο, θα μπορούσαν να μην έχουν επέμβει στο ελάχιστο, στην μοίρα των θνητών βασιλιάδων οι οποίοι μέσα από τις παρεκτροπές τους, προκάλεσαν οι ίδιοι τον αφανισμό τους. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι το μίασμα παρά το αποτέλεσμα των πράξεων ενός βασιλιά ο οποίος ασελγεί όντας φιλοξενούμενος, σε βασιλικό γόνο κι επί πλέον δείχνεται ανελέητος απέναντι στο νεογέννητο βρέφος του, που το συμπονούν ακόμα και οι βοσκοί, αντί να αποδεχτεί το γεγονός πως ως «φαρμακός» βασιλέας θα έρθει η στιγμή να απολέσει και θρόνο και ζωή; Όσο για τον Οιδίποδα, τον ερμηνευτή των σκοτεινών αινιγμάτων της Σφίγγας αλλά και ταυτόχρονα τον οξύθυμο νέο που παίρνει ζωές για ασήμαντη αφορμή, η πορεία του θα τον οδηγήσει τελικά από την τύφλωση στην φώτιση κι από τα μολυσμένα παλάτια των Λαβδακιδών στον ιερό ναό του Θησέα. Είναι κρίμα, γιατί τυχαία ή σκόπιμα χάθηκε αυτή η τρίτη τραγωδία η οποία εντρυφά στο μυητικό ταξίδι του ήρωα και τον οδηγεί σε μια ανεξιχνίαστη λύτρωση, που μπορεί να συγγενεύει με το προσδοκώμενο του θεατή, τόσο, όσο με την αρχαία κληρονομημένη εμπειρία και γνώση αλλά και με την βαθύτερη φιλοσοφική θεώρηση και παιδαγωγική δεξιότητα των τραγικών συγγραφέων του 5ου αιώνα. Έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση του κου Ευαγγελάτου, βρέθηκα σε δίλλημα. Ο σεβασμός μου στο πρόσωπό του και στην πολιτιστική κληρονομιά που μας κληροδότησε με το πολύχρονο έργο του, έρχεται αντιμέτωπος με την αμηχανία που μου προκάλεσε αυτή η σκηνοθεσία του. Δεν με απασχολεί καθόλου το αν τα διάφανα αδιάβροχα των ηθοποιών ήταν ένας κραυγαλέος σχολιασμός του μιάσματος το οποίο έχει πέσει στην πόλη ή αν η οπερετική μουσική δεν προσομοίαζε στα ακούσματα που ενισχύουν το ύφος της τραγωδίας, ούτε αν τα σκηνικά δεν ενσωματώθηκαν στο ζητούμενο της ανάδειξης δράσεων και αντιδράσεων. Παγερά αδιάφορο μου είναι επίσης το αν η μετάφραση του κου Κ.Χ. Μύρη-Γεωργουσόπουλου τόνισε ιδιαιτέρως το ποιητικό στοιχείο του κειμένου, παραφράζοντας το ως ένα βαθμό, αφού έφτασε ως εμάς, καθαρή και διαυγής προσφέροντάς μας και κατανόηση και συγκίνηση. Άλλωστε δεν απευθύνονταν στα πανεπιστημιακά έδρανα αλλά στον απλό θεατή. Δεν με προβληματίζει στο ελάχιστο το αν οι ερμηνείες των ηθοποιών που όλοι τους έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά ταλαντούχοι από τις προηγούμενες δουλειές τους, ήταν αβαθείς ή σχηματικές ή ανολοκλήρωτες. Δεν υπάρχει συνταγή στην ερμηνεία τέτοιων ρόλων. Το συναίσθημα μπορεί να ενισχύσει αλλά και να αναιρέσει την ουσία του δράματος. Μια καθαρά σχηματική ερμηνεία μπορεί να αναγάγει ευκολότατα ένα χαρακτήρα σε σύμβολο, αν γίνει σωστά φυσικά, προσφέροντάς μας την δίοδο για μια πιο σωστή προσέγγιση της τραγωδίας. Ένας ηθοποιός που ερμηνεύει με πολύ συγκίνηση μπορεί κάλλιστα να χαρακτηρισθεί υπερβολικός ενώ αν ο ίδιος κρατάει ένα υποκριτικό μέτρο και ερμηνεύει λιτά να θεωρηθεί επίπεδος και χωρίς ερμηνευτικό βάθος. Σήμερα, οι ερμηνείες των Παξινού-Μινωτή, αν δεν έφεραν το κύρος μιας σχεδόν μυθικής υπόστασης, θα μας έκαναν να σκάσουμε από τα γέλια. Άλλωστε κανένας επαγγελματίας ηθοποιός δεν ερμηνεύει ερήμην της σκηνοθεσίας αφού αναγκαστικά αποτελεί ένα πρόσωπο μέσα σ’ ένα σύνολο και οφείλει να ενταχθεί στους κανόνες που ορίζει ο κατευθύνων νους, με άξονα μοναδικό την δική του ανάγνωση του έργου και στοχοκατεύθυνση. Αυτό ακριβώς νομίζω πως ήταν κι η εγγενής αδυναμία της κατά τα άλλα, αξιόλογης αυτής παράστασης. Η έλλειψη στοχοκατεύνθυσης. Τι ακριβώς ήθελε να περάσει στο κοινό ο σκηνοθέτης μέσα από την πολυπαιγμένη Σοφόκλεια εκδοχή του Οιδιπόδειου δράματος; Σε ποια συγκεκριμένη σκηνοθετική γραμμή υποτάχτηκαν όλοι οι αξιόλογοι και έμπειροι συντελεστές με στόχο να την υπηρετήσουν όσο πιο επαρκώς μπορούσαν; Αν ο στόχος ήταν να γεμίσει το θέατρο, αυτός επετεύχθη και μάλιστα με την παρουσία των δύο δημοφιλών πρωταγωνιστών, θα ήταν λογικό να επιτευχθεί. Και καλό είναι να συρρέει ο κόσμος στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας. Πάντα κάτι έχει να κερδίσει. Αλλά είναι αυτό ένα επαρκές κίνητρο για να ανεβάσει κάποιος σήμερα μια τραγωδία που έχει πια εγγραφεί στην συλλογική μας μνήμη και που καταγράφει στην ουσία μέρος της ανθρώπινης περιπέτειας ανά τους αιώνες; Τι καινούργιο μέσα από το παλιό θα μπορούσε να ψιθυρίσει σήμερα ο Οιδίποδας σ΄ όλους εκείνους που έρχονται να αφουγκραστούν τον πολυσήμαντο λόγο του; Νομίζω πως η αξία ενός τέτοιου έργου έγκειται στη διαχρονικότητά του και πως αν μπορεί ακόμα να ανεβαίνει στη σκηνή είναι είτε γιατί αναδεικνύεται αυτή του η ποιότητα μέσα από κάθε νέο ανέβασμα είτε γιατί εμβολίζεται με κάποια ζωτικής σημασίας προτεραιότητα των ημερών μας χωρίς να χάνει την ουσία της. Και σε κάθε περίπτωση όταν ένα έργο αποκτά σκηνική υπόσταση, ακολουθεί έναν κώδικα τον οποίο μπορεί να μην αντιλαμβάνεται καν το κοινό αλλά αυτός είναι που καθορίζει την σκηνοθετική σύλληψη αρχικά και τον κατευθυντήριο χειρισμό όλων των συντελεστών του έργου κατόπιν, σε αναλογία και σχέση μ’ αυτήν. Μ’ άλλα λόγια και πολύ απλά: Κύριε σκηνοθέτα τι έχετε να μας πείτε που δεν μας το έχουν ήδη πει.... Ατόπημα, κατά την γνώμη μου πάντα, το να εκφέρονται οι τελευταίες φράσεις του έργου από τον Οιδίποδα κι όχι από τον Χορό. Μ’ αρέσει κάθε παρεκτροπή που μου ανοίγει καινούργιους ορίζοντες αρκεί να μην προδίδει την κυρίαρχη δυναμική του έργου και του συγγραφέα αλλά –κι αυτό είναι το δύσκολο- να ανιχνεύει τις δικές του δυναμικές κι αυτές να υπηρετεί σε ομόνοια με τον δικό της στόχο. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στην Επίδαυρο στις 9 Ιουλίου, στα πλαίσια των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών, στα «Επιδαύρια» 2010. Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης Σκηνοθεσία: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Πάτσας Μουσική: Γιάννης Αναστασόπουλος
ΔΙΑΝΟΜΗ Οιδίπους: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης Ιοκάστη: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη Κρέων: Νίκος Αρβανίτης Τειρεσίας: Μάνος Βακούσης Εξάγγελος: Θανάσης Κουρλαμπάς Ιερεύς: Νικόλας Παπαγιάννης Άγγελος: Κώστας Ανταλόπουλος Θεράπων: Σωτήρης Τσακομίδης
ΧΟΡΟΣ Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Νικόλας Παπαγιάννης, Δημήτρης Παπανικολάου, Λευτέρης Πολυχρόνης, Βασίλης Πουλάκος, Βαγγέλης Ψωμάς, Τίνα Αλεξοπούλου, Μαρία Πανίδου, Έλενα Χατζηαυξέντη, Κώστας Ανταλόπουλος, Θανάσης Κουρλαμπάς, Σωτήρης Τσακομίδης
Συμπαραγωγή: Αμφιθέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου - Culture Factory |
Τελευταία Ενημέρωση στις Πέμπτη, 29 Ιούλιος 2010 18:26 |